Η παραδοσιακή κυπριακή δίαιτα, τόσο για λόγους οικονομικούς όσο και λόγω της αφθονίας των φυσικών αγαθών στο νησί, βασιζόταν κυρίως στην κατανάλωση λαχανικών, οσπρίων και ζυμαρικών, πάντα με ψωμί, ενώ το κρέας από ζώα και πουλερικά που εκτρέφανε, σπάνια έφθανε στο τραπέζι, κατά κανόνα σε μέρες γάμων, των μεγάλων γιορτών και όταν ερχόταν ξένος ή υπήρχε στο σπίτι άρρωστος. Στην κυπριακή ύπαιθρο αξιοποιήθηκε διαχρονικά κάθε άγριο ή καλλιεργημένο φυτό και σε κάθε δυνατό συνδυασμό.
Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Χαρακτηριστικά της κυπριακής κουζίνας είναι φαγητά που συνδυάζουν βρασμένα όσπρια με λαχανικά, τα οποία τρώγονται με ωμό ελαιόλαδο και λεμόνι, όπως και οι σαλάτες. Τέτοιοι συνδυασμοί είναι λουβί με λάχανα (φασόλια μαυρομάτικα με σέσκουλα), κουκιά με λάχανα, ή κουκιά φρέσκα με κόλιαντρο, φασόλια με σέλινο, πατάτα κ.ά., λουβί φρέσκο με κολοκούδι, φασόλια με αθασούδκια (τσάγαλα), και άλλα. Σημειωτέον ότι για το τηγάνισμα χρησιμοποιούσαν συνήθως τη μίλλα (λίπος) του χοίρου.
Το συνηθέστερο φαγητό των νηστειών ήταν η φακή, βραστή με χόρτα ή ξυδάτη ή μουτζέντρα μαζί με ρύζι, πουρκούρι (πλιγούρι) ή τρι, χειροποίητο ζυμαρικό σαν τις ταλιατέλες. Ιδιαίτερα η μουτζέντρα τρώει πολύ λάδι, αλλά η ποσότητά του δεν φαίνεται. Με μεταφορική σημασία χρησιμοποιείται η εμπνευσμένη από το έδεσμα αυτό παροιμία: 'Εγύρισεν η φατζή τζι έφαν το λά(δ)ιν' (Ξιούτας, Α΄, 1984, 328, αρ. 1187). Συνηθίζονταν επίσης γιαχνιστά φαγητά με λάδι, ή χορταρικά τηγανισμένα με αυγά σε λάδι.
Ελαιόλαδο έβαζαν και σε ορισμένες σούπες, όπως η σούπα λουβάνα (φάβα), η πουρκουρόσουπα, η μολοχόσουπα, κ.ά. Σε τέτοιες σούπες ροδίζουν σε ελαιόλαδο κρεμμύδι και το ρίχνουν στη σούπα. Τέτοια τη(γ)άνιση πρόσθεταν και στη φακή μουτζέντρα (Ευαγγελάτου, χ.χ., 80-82).
Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν και εξακολουθεί να είναι ο ρόλος των ελιών, όπως και του λαδιού, σε περιόδους νηστείας, οι οποίες καλύπτουν περισσότερο από το μισό έτος. Θεωρείται, μάλιστα, ότι η μικρή ποσότητα λαδιού που περιέχουν οι λιγοστές ελιές της καθημερινής διατροφής, δεν καταργεί τη νηστεία, και γι΄αυτό η κατανάλωση ελιών επιτρέπεται τις ημέρες της νηστείας που το λάδι είναι απαγορευμένο (για τις περιόδους νηστείας και τα σχετικά εδέσματα βλ. Egoumenidou and Michaelides 2002, 55-64).
Μέσα σε αιώνες στέρησης, δουλείας και εκμετάλλευσης, η ελιά αναδείχθηκε σε πολύτιμο και αγαπημένο είδος διατροφής. Η καθημερινή δίαιτα του λαού της υπαίθρου ήταν, λόγω της φτώχειας, τόσο λιτή, ακόμη και τα τελευταία χρόνια της Βρετανικής διακυβέρνησης – μια κόρτα ψουμίν, λίγες ελιές, ένα κρομμύδι ή σε καλύτερες μέρες ένα κομμάτιν λαρτίν (παστό χοιρινό λίπος) ή χαλλούμιν - ώστε φύλαγε την ελιά σαν τα μάτια του ή σαν την αγαπημένη του. Όλα αυτά συνοψίζονται στην κυπριακή παροιμία 'Βλέπει την σαν την ελιάν εις το σκουτέλλιν' (τη φροντίζει όπως την ελιά στο πιάτο του) (Ξιούτας, Α΄, 1984, 231, αρ. 771). Οι ελιές, πάντα μετρημένες, μαζί με ψωμί, ήταν το καθημερινό φαγητό του αγρότη, του εργάτη, του τεχνίτη.
Additional information and bibliography
Rizopoulou-Egoumenidou Ε., 'The role of olive tree and olive oil in the traditional life of Cyprus', in Second International Conference, Traditional Mediterranean Diet: Past, Present and Future, focusing on Olive Oil and Traditional Products, Athens 20-22 April 2005 (CD produced by 'Heliotopos Conferences'), 10 pages.
Ευαγγελάτου, Φ., χ.χ.: Ξεχασμένες Νοστιμιές του Κυπριακού Χωριού, Λεμεσός.
Ξιούτας, Π., Α΄, 1984, Β΄ Γ΄, 1985: Παροιμίες του κυπριακού λαού, Λευκωσία, Τόμος Α΄: 1984, Τόμοι Β΄, Γ΄: 1985.
Ελένη Χρίστου