Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Με το λιγοστό ψάρι που υπάρχει στα νερά της Κύπρου, το επάγγελμα του ψαρά δεν ήταν κα τόσο προσοδοφόρο. Οι μικρές ποσότητες ψαριών σε κάθε ψαριά, η έλλειψη πάγου για συντήρησή τους και η συχνή επισκευή των ξύλινων βαρκών δεν άφηναν μεγάλα έσοδα στους ψαράδες. Η ανυπαρξία μηχανών έκανε επίσης, ανεξάρτητα από την πείρα του κάθε ψαρά, το επάγγελμα δύσκολο και επικίνδυνο (Ιωνάς 2001, 217-218).
Additional information and bibliography
Ο σημαντικότερος συνεργός για τον ψαρά ήταν η βάρκα με το κατάρτι, το πανί και το κοντρόπαννο, το τιμόνι, το θκιάτζιν και η άγκυρα. Πάνω στη βάρκα υπήρχαν οι σημαδούρες, το γυαλλίν, δηλαδή ο τενεκές με προσαρμοσμένο ένα γυαλί στο ένα από τα δύο ανοίγματά του για εντόπιση ψαριών στο βυθό, η σημαδούρα για υπολογισμό του βάθους μέχρι τον πάτο (βαρίδι με μολύβι με το οποίο μπορούσε να δει κάποιος και το ρεύμα των νερών). Υπήρχε, επίσης, κάποτε η κουρκούνα ή καραολίνα [κουρκούνα - καραολίνα,η = μεγάλο κοχύλι με σπασμένο ένα κομμάτι από το πίσω του μέρος] που χρησίμευε για τρομπέτα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Δεν έλειπαν το καμάκι, για αποτελείωμα των μεγάλων ψαριών που απειλούσαν να ξεφύγουν σχίζοντας τα δίκτυα στα οποία είχαν πιαστεί, οι σκαρκές [σκαρκά,η = ειδικό στρογγυλό πανέρι για ψάρεμα των σκάρων], η σαλατζά [σαλατζά,η = μακριά βέργα 2-2.5 μ., στο ένα άκρο της οποίας ήταν στερεωμένα το ένα κοντά στο άλλο τρία μεγάλα αγκίστρια] για πιάσιμο μεγάλων ψαριών που τύχαινε να βρεθούν κοντά στη βάρκα. Μαζί με όλα αυτά, πιο σημαντικά ήταν τα δίχτυα μέσα σε ζεμπίλια [ζεμπίλιν,το = πανέρι] για τη συντήρηση των οποίων, ο ψαράς έπρεπε απαραιτήτως να έχει μαζί το βελόνι από ξύλο μερσινιάς [μερσινιά,η = η μυρτιά] ή αγριοελιάς, τον άξαμο [άξαμος,ο = το μέτρο] για κάμωμα των δικτύων, και τον άξαμο για κάμωμα του τρέμεζου. Δεν έλειπε οπωσδήποτε και ο μαστραππάς [μαστραππάς,ο = ο κουβάς] για άδειασμα του νερού που έμπαζε, με οποιοδήποτε τρόπο, η βάρκα. Απαραιτήτως ο ψαράς είχε μέσα στη βάρκα τα φανάρκα [φανάριν,το] για να βλέπει μέσα στη νύκτα.
Τα ψάρια που ψαρεύονταν στα νερά της Κύπρου ήταν: βαθκιά, βλάχοι, λιθρίνι, μαρίδες, σάρτες, σαφρίδια, γίλοι, γλώσσες, δκιολίνα, δράκαινες, δροσίτες-σσιυλούθκια, καλαμάρκα, κουρκουνόσαρτες (άσπρες ή μαύρες που ονομάζονται και προσφυγούλλες), μελανούρες, μινέρκα, όρνιθες, ορφοί, οχταπόδια, παρπουνούθκια, παρπούνια, πετεινοί, ρώσσοι, σκάροι, σ(κ)ορκιοί, σουπιές, στρίλιες, συναγρίδες, τζέφαλοι, τσιππούρες, φαγκριά, χάννοι, χριστόψαρα. Το ψάρεμα γινόταν με τους εξής τρόπους: με τα δίχτυα, με το βυζόβολο [βυζόβολον,το= η γυροβολιά], με παραγάδι, με το σιτζίμιν ή την καθητήν, με τις σκαρκές, με το περιφάνιν ή πυροφάνιν, με το βλόμωμα, με το παλαιοτό (Ιωνάς 2001, 217-218, 220-225).
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος