Ο αλογόμυλος.
Περιγραφή Χώρου
Πρόκειται για μύλο που τον γυρίζει το μουλάρι (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βορτωνόμυλος,ο, 104).
Οι μύλοι αυτοί ήταν εγκατεστημένοι μέσα σε κτισμένο χώρο που είχε με τη βοήθεια δύο καμάρων αρκετό χώρο, έτσι ώστε να υπάρχει όχι μόνο χώρος για τις δύο μυλόπετρες, αλλά και για τα μουλάρια που κινούνταν περιστροφικά γύρω τους για να γυρίζουν το μύλο (Ιωνάς 2001, 199).
αλογόμυλος
ΕΤΥΜ. < βορτώνιν (burdo) + μύλος (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βορτωνόμυλος,ο, 104)
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του ορθογραφεί το ρήμα: βορδονόμυλος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα βορδονόμυλος,ο, 96) και ο Ιωάννης Ερωτόκριτος: βορτονόμυλος (Κυπρή 1989, λήμμα βορτονόμυλος,ο, 359).
Additional information and bibliography
Σε περιοχές όπως αυτή της Καρπασίας, όπου δεν υπήρχαν αρκετά τρεχούμενα νερά είχαν εγκατασταθεί οι βορτονόμυλοι. Σε ορισμένα χωριά της ίδιας περιοχής υπήρχαν και ανεμόμυλοι.
Ο Κλείτος Χατζηνικόλα (από το Ριζοκάρπασο, Λαογραφικό Αρχείο Κ.Ε.Ε., Χφ. 45, 259 / παρόμοια πληροφορία δόθηκε επίσης από την Κακουλού Κρέντου, Ριζοκάρπασο, Λαογραφικό Αρχείο Κ.Κ.Ε., Χφ. 45, 257) αναφέρει: «Πρώτα επειδή είσσεν φτώσειαν τζαι για να βρίσκουν ευκαιρίαν τα κοπέλια για να θωρούν τες κοπέλες, επααίνναν στους βορτονόμυλους τζαι εζέγνουνταν οι ίδιοι στον μύλον να λέσουν το σιτάριν. Ομπρός που τα καρτέρκα εζέγνουνταν άθρωποι. Ποπίσω τους ακολουθούσαν δκυό κοπέλλες. Πιο πίσω ’πο τούτες, πίσω που το κοντάριν, εκουντούσαν ’πο το κουπίν άλλοι δκυο άθρωποι. Τούτη η δουλειά εγινίσκετουν τη νύχταν. Τους έφεγγεν το λαμπίν τσαντηλέριν [λυχνάρι με βάση] που ήταν τενεκκέτινον. Μέσα εβάλλαν πετρέλαιον τζαι για φυτίλλιν εβάλλαν νήμαν. Πρώτα για λαμίδιν, επειδή εν είσσεν λαμίδια, είχαν κάτι άλλον. Επιάνναν το καππάτζιν (στούπωμα) της χαλκωματένης μαγείρισσας, το αναποδογύριζαν τζαι εβάλλαν λάιν τζαι έναν κομμάτιν παμπάτζιν, που το εκλώθαν για να γίνει φυτίλλιν τζαι το άφτασιν. Ζάιμαν [συνήθως] εσβήνναν το λυχνάριν τα κοπέλλια για να ’βρουν τζαιρόν [ευκαιρία] να ντζίζουν ιτσάς στες κοπέλλες τζαι να τες αγκαλιάζουν. Ύστερα όμως επειδή εσβήνναν το λαμπίν που ήταν χαμηλά, για να μεν το σβήννουν, το εκρέμμαζαν ’πο τον τέρτζελλον της κάμαρης, που ήταν ψηλά. Κάποτε όμως άμα τα κοπέλια εθέλαν να πειράξουν τες κοπέλλες, πάλε εσβήνναν το λαμπίν. Εσύρναν ρούχα πας στο λουμίδιν τζι’ εσβήνναν το. Αυτό το είδος αλέσματος το έκαμναν συνήθως όταν δύο, τρεις ή τέσσερις φτωσιές γεναίτζιες που έν είχαν να πκιερώσουν μυλωνιάτικον, εμονιάζαν [σμίγαν] τζαι εβάλλαν σιτάριν η κάθε μια, άλλη έναν κάρτον [4 οκάδες = 1/5 του κιλού], άλλη 3 ή 4 κούππες σιτάριν κ.ο.κ. Έτσι εσυνεταιρεύκαν τζαι πηαίνναν στον βορτόμυλον για να το ’λέσουν νμόνες τους τζι’ έτσι ευρίσκαν τζαι τα κοπέλια ευκαιρίαν ’πο τη μιαν να βοηθήσουν τες φτωσσές γεναίτζες να ’λέσουν τζαι ’πο την άλλην να πειράξουν τες κοπελλούες. Τότες για μυλωνικόν [μυλωνιάτικον], άμαν έλεθεν ο βόρτος το σιτάριν, επκιερώνναν πολλά. Κάθε πέντε κούππες σιτάριν ο μυλωνάς έπκιαννεν την μιαν δηλαδή το 1/5» (Ιωνάς 2001, 199).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος