αμφορέας, πήλινο δοχείο μεταφοράς
Name - Usages
Πήλινο δοχείο μεταφοράς λαδιού ή κρασιού, σε μεγάλες αποστάσεις με θαλάσσια μέσα (Μπακιρτζής 1989, σελ. 70). Έχει σώμα κλειστό (στενόμακρο ή σφαιρικό) με χονδρά τοιχώματα, στενό λαιμό, αποστρογγυλεμένο πάτο, και δύο λαβές.
Αμφορέας
Σύμφωνα με τον Χ. Μπακιρτζή (1989, σελ. 70), η λέξη "αμφορεύς" προέρχεται από το "αμφί" και το "φέρω".
Η λέξη "μαγαρικόν" επικράτησε κατά τα βυζαντινά χρόνια, χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον 6ο-7ο αι. και συναντάται σε κείμενα της εποχής του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (Έκθεσις Βασιλείου Τάξεως, 673,4).
Additional information and bibliography
Μαγαρικά της βυζαντινής περιόδου, από τον 7ο ως και τον 12ο - αρχές του 13ου αιώνα, έχουν βρεθεί σε πολλές ανασκαφές σε πολλά σημεία της Κύπρου, και αποτελούν ενδεικτικά της παραγωγής και εξαγωγής αγροτικών προϊόντων (βλ. Γερολυμάτου 2008, σελ. 122-128).
Τα μαγαρικά της περιόδου χρησιμοποιούνταν και για την αποθήκευση προϊόντων.
Μ. Γερολυμάτου, 2008. Αγορές, Έμποροι και Εμπόριο στο Βυζάντιο (9ος-12ος αι.). Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Χ. Μπακιρτζής, 1989. Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα. Αθήνα: Έκδοση Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
Αθανάσιος Βιώνης