Name - Usages
Πρόκειται για τη σανίδα στην οποία επεξεργαζόνται και πλάθουν το ζυμάρι κατά την παρασκευή των ψωμιών (Κυπρή 1989, λήμμα δκιαρτοσάνι(δ)ον,το, 386).
σανίδα που πάνω ζύμωναν
ΕΤΥΜ. < δκιαρτίζω + σανίδι (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα δκιαρτοσάνι(δ)ον - δκιαρτοσάνιν,το, 138)
Το πρώτο συνθετικό παράγεται από το δκιαρτίζω (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα δκιαρτοσάνιδον,το, 301 και Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα δκιαρτοσάνιδον,το, 136), που σημαίνει μαλάσσω τη ζύμη για να πάρει μορφή άρτου (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα δκιαρτίζω, 61).
Additional information and bibliography
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Στάλω Λαζάρου, Αργυρώ Ξενοφώντος