αγγεία Λαπήθου

Η βασική διαφορά των αγγείων της Λαπήθου από εκείνα των άλλων περιοχών είναι το γυάλισμα ή η αλοιφή που έχουν, σε αντίθεση με τα άλλα που είναι πορώδη.

 

 

 

 

Name - Usages
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Τα κυριότερα αγγεία της Λαπήθου είναι:

- βάζος: ίσια βάση, στρογγυλά χείλη και δύο χέρια κατακόρυφα, επίχρισμα και αλοιφή στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως τη βάση των χεριών.
- βαζούδιν: μικρός βάζος.
- φίζα: χωρίς χέρια, με κυλινδρικό σώμα και ίσια βάση.
- μπότης: αγγείο νερού. Έχει ίσια βάση, ένα χέρι και χείλη με προχοή, αλειφτός με πράσινες ραντίδες κάτω από το βερνίκι.
- κούππα: κούπα αλειφτή με πράσινες παντίδες σε διάφορα μεγέθη.
- σωλήνες: αλειφτοί.
- ποτίστρες και γλάστρες: χωρίς αλοιφή (Δημητρίου 2001, 41-42).


Σύμφωνα με τον Ι. Ιωνά, τα είδη των αγγείων της Λαπήθου ήταν:

- μπότη(δ)ες: με ανοικτή κοιλιά και ένα χερούλι για το νερό και το κρασί στο τραπέζι.
- κουρελλοί ή κουμνάρια, κούζοι ή βάζοι: με δύο μικρά φκια για φύλαξη των χαλλουμιών.
- φίζες: για τις ελιές στο τραπέζι ή τα ξιδάτα.
- κκεσέδες: για συσκευασία του γιαουρτιού.
- πιάτα: για την καθημερινή κατανάλωση του φαγητού στα αστικά νοικοκυριά.
- κούππες, αλλιώς σκουτέλλια: για το σερβίρισμα του φαγητού στο τραπέζι ή τα χωράφια.
- φρουτιέρες: για έκθεση των φρούτων πάνω στο τραπέζι των αστικών οικογενειών.
- βάζα: για τα λουλούδια (Ιωνάς 2001, 433-440).

Κυπριακή Ονομασία
αγγεία λαπηθκιώτικα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

αγγεία Λαπήθου

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
18ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Στα αγγειοπλαστεία της Λαπήθου για την παρασκευή του πηλού ανακάτευαν τρία διαφορετικά είδη χώματος: κόκκινο από την περιοχή της Μύρτου, μαύρο από τη Βασίλεια και ασπρόχωμα από τη Λευκωσία. Επίσης, για τα μικρότερα αγγεία που έχουν λεπτότερα τοιχώματα, χρησιμοποιούσαν και άργιλο από τα βουνά του χωριού. Το χώμα κοσκινιζόταν προτού χρησιμοποιηθεί, ο πηλός ζυμωνόταν και στέγνωνε σιγά-σιγά σε δροσερό μέρος, κομμένος σε μικρά κομμάτια. Η βασική διαφορά των αγγείων της Λαπήθου από εκείνα των άλλων περιοχών είναι το γυάλισμα ή η αλοιφή που έχουν, σε αντίθεση με τα άλλα που είναι πορώδη.

Ο τροχός που χρησιμοποιούσαν είναι ο κοινός κεραμικός τροχός που δουλεύει με το πόδι, σε μερικά όμως εργαστήρια κινείται με ηλεκτρισμό. Τα μεγαλύτερα αγγεία γίνονταν σε τρία στάδια. Αρχικά γινόταν το σώμα του αγγείου που αφηνόταν να στεγνώσει, για να σταθεί πάνω του ο λαιμός. Τέλος, οι τεχνίτες προσέθεταν τα χέρια. Τα μικρότερα αγγεία γίνονταν σε δύο στάδια, πρώτα το σώμα με το λαιμό και μετά τα χέρια, ενώ τα πολύ μικρά γίνονταν μονοκόμματα.

Στο καμίνι τα αγγεία έμεναν για δώδεκα ώρες στο πρώτο ψήσιμο τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Στο δεύτερο ψήσιμο η θερμότητα έπρπεπε να διατηρηθεί κανονική για να λιώσει η αλοιφή και να γυαλίσει η επιφάνεια του αγγείου.

Στην περιοχή της Λαπήθου ανακαλύφθησαν λείψανα καμινιών με όστρακα (θραύσματα) αγγείων, που χρονολογούνται από τον 16ον αιώνα και αυτό καταδυκνύει ότι η τεχνική των αλειφτών προϋπήρχε στην ευρύτερη περιοχή από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

Τα αλειφτά αγγεία της Λαπήθου ήταν γνωστά σε ολόκληρη την Κύπρο και χρησιμοποιούνταν ως οικιακά σκεύη. Τα αγγειοπλαστεία παρήγαγαν κούπες, αγγεία αποθηκεύσεως τυριού, λαδιού, ελιών (γνωστά με το όνομα κουρελλοί), υδρίες (μπότηδες, βάζους), γλάστρες, φλυντζάνια, πιάτα, αλατιέρες. Η γυαλιστερή αλοιφή που είχαν τα καθιστούσε κατάλληλα για οικιακή χρήση. Τα αγγεία αυτά έγιναν περιζήτητα κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, για τον λόγο ότι δεν γίνονταν εισαγωγές από το εξωτερικό, και έτσι όλοι αρκέστηκαν στην ντόπια παραγωγή (Δημητρίου 2001, 41).

Στη νεότερη αγγειοπλαστική της Λαπήθου διακρίνουμε τρεις κυρίως περιόδους:
Την περίοδο κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του νησιού από τη Βρετανία. Ο τότε Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας Π.Γ. Γεννάδιος προσπάθησε να προωθήσει την παραγωγή των αλειφτών, δίνοντας στον ντόπιο αγγειοπλάστη Νικόλα Τσιμούρη διάφορες αλοιφές και άλλες τεχνικές οδηγίες, με σκοπό την παραγωγή αγγείων που προορίζονταν για Άγγλους κυρίως αγοραστές.
Η δεύτερη περίοδος καλύπτει τα χρόνια από το 1920 μέχρι το 1940 όταν, με τη Μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο πρόσφυγες με κυπριακή καταγωγή. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι μικρασιάτες αγγειοπλάστες, άριστοι τεχνίτες των αλειφτών, πλούτισαν τις φόρμες και τη διακόσμηση και, πραγματικά, αναμόρφωσαν την αγγειοπλαστική της Λαπήθου. Οι αγγειοπλάστες αυτοί εργάστηκαν περίπου μια δεκαετία στο αγγειοπλαστείο του προοδευτικού έμπορα Κώστα Χριστοδουλάκη στη Λάπηθο, και επηρέασαν την τοπική αγγειοπλαστική. Με τη διάλυση του αγγειοπλαστείου του Κ. Χριστοδουλάκη οι αγγειοπλάστες αυτοί μετακινήθηκαν σε διάφορα μέρη, όπου ίδρυσαν αγγειοπλαστεία και διέδωσαν τα αλειφτά. Οι μαθητές τους, με τη σειρά τους, ίδρυσαν διάφορα αγγειοπλαστεία στη Λάπηθο και τα περίχωρα. Έτσι δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αριθμός εργαστηρίων που γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή.
Η τελευταία περίοδος, η οποία αποκόπηκε βίαια το 1974, χαρακτηρίζεται από τον εκμοντερνισμό της αγγειοπλαστικής της Λαπήθου και την προσαρμογή της στη σύγχρονη πελατεία. Μετά την Τουρκική εισβολή, πρόσφυγες αγγειοπλάστες από τη Λάπηθο και τη γύρω περιοχή έχουν εγκαταστήσει τα εργαστήρια τους στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου και είτε συνεχίζουν την παράδοση της Λαπήθου, είτε κατασκευάζουν σύγχρονα αλειφτά αγγεία με ζωγραφισμένη διακόσμηση (Δημητρίου 2001, 39-42).

Οι αγγειοπλάστες της Λαπήθου σε αντίθεση με τους αγγειοπλάστες της Αμμοχώστου και τους άλλους συναδέλφους τους, που ήταν εγκατεστημένοι στις παρυφές της Λευκωσίας, κατασκεύαζαν εκτός από τις κούζες του νερού, του λαδιού και του κρασιού, κυρίως όλα τα πιατικά που ήταν λόγω της αποστολής τους, εφυαλωμένα. Τα προϊόντα των Λαπηθιώτικων εργαστηρίων μπορούν να θεωρούνται σαν μια άλλη κατηγορία της αγγειοπλαστικής του τροχού.
Το χώμα για τα αγγεία αυτά έπρεπε να είναι τελείως καθαρό, διότι αυτά ήταν πολύ πιο λεπτά από ό,τι τα αγγεία που κατασκεύαζαν οι τεχνίτες του Βαρωσιού αλλά η τεχνική που ακολουθούνταν στη συνέχεια για την κατασκευή των διάφορων αγγείων πάνω στον τροχό ήταν η ίδια με εκείνη που χρησιμοποιούσαν οι αγγειοπλάστες του Βαρωσιού.Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οι τεχνίτες της Λαπήθου βρέθηκαν επιστρατευμένοι να καλύψουν όλες τις ανάγκες του νησιού σε πιάτα, φλιτζάνια και κούπες. Μεταξύ του 1940 και 1945 ορισμένα αγγειοπλαστεία ήταν επιταγμένα και όλη η παραγωγή τους παραδινόταν στην αγορά μέσω υπηρεσιών της Κυβέρνησης. Στην προσπάθεια τους να αναπληρώσουν όλα τα εισαγόμενα είδη, υποχρεώθηκαν να μιμούνται σκεύη που αναζητούσε η αστική κοινωνία της εποχής, γι’ αυτό μερικοί νέοι πήραν το δρόμο για την Ελλάδα όπου έμαθαν σε σύγχρονα αγγειοπλαστεία την κατασκευή εφυαλωμένων σκευών. Η μεγάλη ζήτηση των προϊόντων αυτών ήταν πριν το θέρος και γι’ αυτό επέλεγαν πανηγύρια σε περιοχές με μεγάλη γεωργική παραγωγή, αφού εκεί ήταν σίγουροι ότι ορισμένα είδη θα γίνονταν ανάρπαστα (Ιωνάς 2001, 433-440).

Βιβλιογραφία

Δημητρίου Μ. (2001), Παραδοσιακή αγγειοπλαστική στην Κύπρο, Εθνογραφικό Μουσείο Κύπρου-Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Πετρούλα Χατζηττοφή, Αργυρώ Ξενοφώντος