Το μακρύ ξύλο του αλετριού που το συνδέει με τον ζυγό και τα ζώα.
Name - Usages
Το αμμάτιν ή αμμάτισμαν ήταν ένα μακρύ ξύλο που το προσκολλούσαν σε μεγαλύτερο τεμάχιο σε γεωργικά εργαλεία (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αμμάτισμαν, 50). Αποτελούσε μέρος του αρότρου, συνδέοντάς το με τον ζυγό και τα ζώα (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αμμάτιν,το, 31).
Σύμφωνα με τον Ξενοφών Π. Φαρμακίδη, αμμάτιν ονομάζεται το ξύλο του αρότρου ανάμεσα στον ζυγό και το ποδάριν, το οποίο διαιρείται σε δύο μέρη. Το πάνω μισό μέρος ονομάζεται αμμάτιν και το κάτω βουλά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αμμάτιν,το, 291).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως το ρήμα αμματίζω έχει δύο έννοιες. Η πρώτη σημαίνει εμβολιάζω, εγκεντρίζω άνθρωπο, δέντρο. Η δεύτερη έννοια του ρήματος, που συντάσσεται με τα εξής ουσιαστικά: ξύλον, τοίχο, φραγμό, ύφασμα κ.λπ., σημαίνει προσκολλώ, συνδέω, ενώνω ξύλο/τοίχο/φραγμό/ύφασμα κ.λπ. με τεμάχιο ή μέρος άλλου, για να το διορθώσω ή να το επιμηκύνω, να το ισχυροποιήσω (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα αμματίζω, 28).
Additional information and bibliography
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος