μερρέχα,η

Το μυροδοχείο.



Name - Usages
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Πρόκειται για ασημένιο μυροδοχείο, με το οποίο ραντίζουν τους νεόνυμφους (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μερ(ρ)έχα,η - μερ(ρ)έσ̆ιες, 281) ή τους καλεσμένους (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Μερρέχα, 88).

Στο Γλωσσάριο του Ιωάννη Ερωτόκριτου, στο λήμμα μερρέχα, σημειώνεται πως πρόκειται για παραφθορά του μυρροδόχη ή μυροδόχη, δοχείο, εντός του οποίου τίθεται μύρον ή ροδόσταγμα, με το οποίο έχουν σύστημα στα χωριά να ραντίζουν το πλήθος οι εορτάζοντες και οι νεόνυμφοι (Κυπρή 1989, λήμμα μερρέχα,η, 37).

Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του αναφέρει πως η μερρέχα είναι αγγείο, με το οποίο ραίνουν με ευώδη υγρά τους ανθρώπους στους ναούς, στους γάμους, στα πανηγύρια και κατά τις επισκέψεις στους εορτάζοντες (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα μερρέχα,η, 306).

Σύμφωνα με τον Ξενοφών Π. Φαρμακίδη είναι μικρή φιάλη γυάλινη ή ασημένια συνήθως, με μικρό στόμιο, με την οποία διανέμεται με σταγόνες το ροδόσταγμα (ροδόστεμμαν) (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα μερρέχα,η, 80).

Κυπριακή Ονομασία
μερρέχα, ροδοστεμμιά, πουσέλιν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

μυροδοχείο, περιραντήριο

Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ.
- Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, κατά τον Κώστα Καραποτόσογλου, από το αραβ. miraŝŝa (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μερ(ρ)έχα,η - μερ(ρ)έσ̆ιες, 281).
- Ο Λουκάς σημειώνει, επίσης, ότι κατά τους Άραβες ρίχα σημαίνει μυρωδιά (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα μερρέχα,η, 306).
- Προέρχεται από το μύρ(ρ)αν χέειν, όχι από μύρον έχειν, διότι ο σκοπός της κατασκευής της μερρέχας δεν είναι το τι περιέχεται σ' αυτήν ή το φύλαγμα μύρου, αλλά το χύσιμο ή το ράντισμα με αυτήν∙ αντί μυρραχόη ή μυρροχόη, μυραχ(ό)α και τροπή μερρέχα. Για το μυροδοχείο χρησιμοποιείται και η λέξη καντρίν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα μερρέχα,η, 306).

Ονομάζεται και ροδοστεμμιά, πουσέλιν (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μερ(ρ)έχα,η - μερ(ρ)έσ̆ιες, 281).

πληθ. οι μερρέχες (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα μερρέχα,η, 80), οι μερ(ρ)έσ̆ιες (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα μερ(ρ)έχα,η - μερ(ρ)έσ̆ιες, 281)

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Το ροδόσταγμα το χρησιμοποιούσαν στα καλέσματα, όταν γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για να καλέσουν τους συγχωριανούς τους στον γάμο των παιδιών τους. «Εκαλιούσαν με το τζερίν τότε, εν είσιεν προσκλητήρια, τζιαι με το ροδόστεμμαν» (Μαυροκορδάτος 2003, 329).
Επίσης, το χρησιμοποιούσαν κατά το ράψιμο του κρεβατιού των νεόνυμφων. «Έπρεπεν τότες να πιάσει η μάνα της νύφφης το καπνιστήριν το ασημένιον τζιαι μιαν μερρέχαν (= δοχείο που βάζανε μέσα το ροδόσταγμα) τζιαι να δώσει τρεις γύρους του κρεβαθκιού, να το καπνίσει, τζιαι ύστερα να καπνίσει ούλλον τον κόσμον» (Μαυροκορδάτος 2003, 331).




Η μερρέχα χρησιμοποιείται και από τις οικοδέσποινες για να ράνουν τον Αρχιερέα κατά την υποδοχή του στον χώρο τους (Κυπρή 1989, λήμμα μερρέχα,η, 37).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ