Name - Usages
Η βάρκα για τον κάθε ψαρά ήταν το κύριο μέσο για εξάσκηση του επαγγέλματός του (Ιωνάς 2001, 218).
βάρκα
ΕΤΥΜ. αντιδάν. μεσν. < λατ. barca < *bārica < baris < αρχ. βᾶρις «πλοιάριο», δάνειο αιγυπτιακής προελ., πβ κοπτ. bari (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα βάρκα,η, 347)
Additional information and bibliography
Συνήθως, η βάρκα ήταν κατασκευασμένη από ειδικό καραβομαραγκό, ο οποίος είχε το εργαστήρι του κοντά στους όρμους και τα λιμάνια. Η βάρκα κατασκευαζόταν στις διαστάσεις που επιθυμούσε ο ψαράς, ο οποίος βρισκόταν σε ένα συνεχή διάλογο με τον καραβομαραγκό και συναδέλφους του. Οι σχέσεις τεχνίτη και ψαρά ήταν πάντα τέλειες, αφού μεταξύ τους υπήρχε μια συνεχής συνεργασία, όχι μόνο για την κατασκευή, αλλά και για τη συντήρηση της βάρκας. Η σημασία που απέδιδαν οι ψαράδες στη συντήρηση της βάρκας ήταν μεγάλη και ανάλογη με τους κινδύνους που εγκυμονούσε κάθε έξοδος τους στη θάλασσα. Κάθε ένα ή δύο χρόνια, η βάρκα έπρεπε να τραβηχτεί έξω για να επισκευαστεί. Όλα τα σάπια ξύλα έπρεπε να αντικατασταθούν και, αφού γινόταν το καλαφάτισμα με μαύρη πίσσα, η βάρκα θα μπογιατιζόταν για να την καμαρώνουν όσοι περαστικοί θα την έβλεπαν δεμένη στο λιμενοβραχίονα του λιμανιού ή γερμένη την ακρογιαλιά του όρμου (Ιωνάς 2001, 218).
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος