Name - Usages
Πρόκειται για μεγάλο πήλινο, γυάλινο ή μετάλλινο δοχείο με στενό στόμιο και δύο χερούλια, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μεταφορά, αποθήκευση και διατήρηση υγρών, κυρίως νερού (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαγήνι κ. λαήνι,το, 983).
λαγήνα
ΕΤΥΜ. < μτγν. λαγύνιον, υποκ. του αρχ. λάγυνος / μτγν. λάγηνος, αγν. ετύμου. πιθ. συνδ. με χεττ. lahanni «φιάλη», το οποίο είναι δάνειο από την ακκαδική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαγήνι κ. λαήνι,το, 983)
Η Ευγενία Πέτρου-Ποιητού επισημαίνει πως η λέξη προέρχεται, εκτός από την αρχ. λάγυνος, από τη λατ. lagena (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λαγήνα, 74).
Το αντίστοιχο μικρό δοχείο ονομάζεται λαγήνι και λαήνι (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα λαγήνι κ. λαήνι,το, 983).
Additional information and bibliography
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ