Name - Origin
This is nisesté (corn starch) (Yangoullis 2009, entry νισ̆αστόν,το - νισ̆αστός,ο, 308), starch flower used in cooking (Babiniotis 2005, entry νισεστές,ο, 1184). Eugenia Petrou-Poeitou notes that it is starch from corn (Petrou-Poeitou 2013, entry Νισιαστόν, 101).
ETYM. < Turkish nişasta < Persian nişāsta "starch" (Babiniotis 2005, entry νισεστές,ο, 1184; Yangoullis 2009, entry νισ̆αστόν,το - νισ̆αστός,ο, 308)
It is also used in the production of glue (Babiniotis 2005, entry νισεστές (ο), 1184).
Additional information and bibliography
Yangoullis K. G. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών, 70, Theopress Publications, Nicosia.
Babiniotis G. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Centre for Lexicology, Athens, Greece.
Petrou-Poeitou E. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Epiphaniou Publications, Nicosia.
Argyro Xenophontos, Tonia Ioakim