Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού κουβαλούσε νερό, ψωμί και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τους εργάτες του για ολόκληρη τη μέρα. Η δουλειά άρχιζε με την ανατολή του ήλιου και τέλειωνε με τη δύση του ήλιου. Δεν υπήρχε τότε το «οχτάωρο» ούτε οι συντεχνίες, για να επεμβαίνουν και να καθορίζουν ωράριο, ώρες εργασίας, αμοιβή κ.ά. όλα κανονίζονταν πολύ απλά μεταξύ του ιδιοκτήτη και των εργατών. Η συμφωνία περιλάμβανε το ημερομίσθιο και τρία γεύματα, τίποτε άλλο δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Τόση ήταν η συνεργασία και κατανόηση που επικρατούσε ανάμεσα στα δυο μέρη, που πολλές φορές οι ίδιοι οι εργάτες δεν δέχονταν να σχολάσουν, αν δεν συμπληρωνόταν ο θερισμός ενός χωραφιού, έστω και αν ερχόταν η ώρα που θα σχολνούσαν. Ο ιδιοκτήτης όμως είχε φιλότιμο και αντάμειβε αυτή την προθυμία των εργατών του με ένα καλό δείπνο με κρασί.
Συνήθως έτρωγαν για πρόγευμα ψωμί, ελιές, χαλούμι, κρεμμύδι και έπιναν όλοι νερό από τη στάμνα (κούζα), την «κουκκουμαρού» (έτσι λεγόταν η μικρή στάμνα με ένα αυτί) ή το «βαττί» (έτσι λεγόταν η μικρή στάμνα με στενό λαιμό και δυο αυτιά). Για το πότισμα χρησιμοποιούσαν το «τάσι», μικρό μεταλλικό δοχείο χωρίς χέρι, ή έπιναν απευθείας από την κουκκουμαρού ή το βαττί.
Ο Χ. Πίπης (2000, 106) αναφέρει χαρακτηριστικά: Κατά τον θερισμό τον κύριο γεύμα των θεριστάδων ήταν το μεσημεριανό και κυρίως πιλάφι πουργούρι μαγειρεμένο με τη μίλλα του χοίρου (λίπος χοιρινό) και κάμποσα κρεμμύδια.Θυμάμαι που κουβαλούσα πάνω στο γαϊδούρι δυο κούζες νερό, δυο χαλκομαείρισσες πιλάφι, 20 κρεμμύδια, 3-4 ψωμιά και τόσα κουτάλια όσοι ήταν οι εργάτες. Κάθονταν όλοι γύρω από τη χαλκομαείρισσαν και έτρωγε ο καθένας με το κουτάλι του. Το νερό το έπιναν μέσα στο τάσιν δοχείο χαλκωματένο και φρεσκογανωμένο.
Ο Ν. Λεοντίου αναφέρει: Το μεσημέρι έτρωγαν όλοι μαζί πιλάφι σε μια μεγάλη κούπα (τσιάρτα), με ή χωρίς γιαούρτι. Το πιλάφι ήταν καμωμένο με πουργούρι και το έψηνε η νοικοκυρά είτε στο χωράφι είτε το κουβαλούσε το μεσημέρι από το χωριό, όπου έμενε για να κάμει τις δουλειές του σπιτιού. Και εδώ φαινόταν η απλότητα, η λιτότητα και η βολικότητα των εργατών, που συνήθως έδειχναν Έλληνες και Τούρκοι μαζί.
Το βράδυ γύριζαν όλοι στο χωριό ευχαριστημένοι για την καλή δουλειά που έκαναν. Οι άντρες πήγαιναν στο σπίτι του αφεντικού και έτρωγαν όλοι μαζί, ενώ στις γυναίκες έπαιρναν μια κούπα φαγητού και ένα σωστό ψωμί στο σπίτι τους. Το βραδινό φαγητό ήταν επίσης λιτό, όσπρια, πατάτες και σπάνια κοτόπουλο με μακαρόνια ή πατάτες. Στους άντρες έδιναν και μαύρο κρασί, Λεοντίου Ν. (1983), 115
Διαφοροποίηση υπήρχε όσον αφορά στις γυναίκες, οι οποίες δεν έτρωγαν το βράδυ μαζί με τον ιδιοκτήτη.
Additional information and bibliography
Όταν τα στάχυα άρχιζαν να μεστώνουν και να χρυσίζουν, πρώτα ωρίμαζαν τα κριθάρια και ύστερα τα σιτάρια, άρχιζαν οι γεωργοί να κάνουν σχέδια και να προετοιμάζονται για το θερισμό. Ξεκινούσαν νωρίς τα ξημερώματα, άλλοι με τα ζώα, άλλοι με τα αμάξια και άλλοι περπατητοί για τα χωράφια τους. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού κουβαλούσε νερό, ψωμί και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τους εργάτες του για ολόκληρη τη μέρα. Η δουλειά άρχιζε με την ανατολή του ήλιου και τέλειωνε με τη δύση του ήλιου. Δεν υπήρχε τότε το «οχτάωρο» ούτε οι συντεχνίες, για να επεμβαίνουν και να καθορίζουν ωράριο, ώρες εργασίας, αμοιβή κ.ά. όλα κανονίζονταν πολύ απλά μεταξύ του ιδιοκτήτη και των εργατών. Η συμφωνία περιλάμβανε το ημερομίσθιο και τρία γεύματα, τίποτε άλλο δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Τόση ήταν η συνεργασία και κατανόηση που επικρατούσε ανάμεσα στα δυο μέρη, που πολλές φορές οι ίδιοι οι εργάτες δεν δέχονταν να σχολάσουν, αν δεν συμπληρωνόταν ο θερισμός ενός χωραφιού, έστω και αν ερχόταν η ώρα που θα σχολνούσαν. Ο ιδιοκτήτης όμως είχε φιλότιμο και αντάμειβε αυτή την προθυμία των εργατών του με ένα καλό δείπνο με κρασί.
Tην ώρα της δουλειάς όλοι δούλευαν σκληρά. Οι άντρες θέριζαν και οι γυναίκες έδεναν τα δεμάτια (αγκαλιαρκές). Για κάθε δυο θεριστάδες αντιστοιχούσε μια γυναίκα, που έδενε δεμάτια. Πολλές φορές ένα κομμάτι χωραφιού δινόταν «καπάλι», δηλ. τόσα λεφτά για να το θερίσει ο θεριστής, σε όση ώρα ήθελε. Οι θεριστές ξεκινούσαν μια λωρίδα χωραφιού (έκοβαν αντάτζι) και προχωρούσαν παράλληλα όλοι μαζί, μέχρι να την τελειώσουν. Για τούτο έπρεπε να εργάζονται όλοι με τον ίδιο ρυθμό.
Λεοντίου Ν. (1983), 115
Λεοντίου Νίκος (επιμ.) (1983), Άσσια. Ζωντανές μνήμες βαθιές ρίζες μηνύματα επιστροφής, Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», Λευκωσία
Πίπης Χριστόδουλος (2000) Αργάκι : 1800-1974, Λευκωσία
Ελένη Χρίστου