ακάιν,το

Σιδερένιος ή ξύλινος κρίκος στα άκρα του αρότρου.

 

 

Name - Usages
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Σιδερένιος ή ξύλινος κρίκος στα άκρα του αρότρου, μέσα από το οποίο περνά το σταβάριν και συνδέει το άροτρο με τον ζυγό (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, λήμμα ακάιν, 281).

Το ακάιν ήταν «το κορωνίν» του αλέτρου (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα ακάιν,το, 43).

Κυπριακή Ονομασία
ακάιν, κουλλούριν, μέσαβος
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < ακά [στρογγυλότητα]. Κατά τον Κ. Καραποτόσογλου μτγν. έχουμε τη λέξη όκκαβος [σιδερένιος κρίκος] (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα ακάιν,το, 43).

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Παυλίδης Α. (επιμ.) (1984), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 1, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος