Στρογγυλό πλεκτό καλάθι όπου βάζουν το νέο τυρί για να σειρώσει ο ορρός.
Name - Usages
Πρόκειται για στρογγυλό πλεκτό καλάθι όπου βάζουν το νέο τυρί για να στραγγίσει. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή του χαλλουμιού και της αναρής (Μαυροκορδάτος 2003, 314).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως το ταλάριν είναι μικρό καλάθι, καμωμένο με πλεγμένα βούρλα ή σπαρτά, για την εναπόθεση του νεοπαγούς τυριού (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα ταλάριν,το, 463).
ΕΤΥΜ. < αρχ. τάλαρος (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα ταλάριν,το, 461)
Additional information and bibliography
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος