Name - Usages
Άγκιστρο που αποτελείται από μεταλλικό στέλεχος με αιχμηρή απόληξη, στην οποία τοποθετείται δόλωμα. Χρησιμοποιείται στο ψάρεμα ως εξάρτημα πετονιάς, αλιευτικών διχτυών κλπ (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα αγκίστρι,το, 55).
αγκίστρι
ΕΤΥΜ. < μεσν. ἀγκίστριν < μτγν. ἀγκίστριον, υποκ. του αρχ. ἂγκιστρον (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα αγκίστρι,το, 55)
Additional information and bibliography
Το αλιευτικό εργαλείο αγκίστρι σε σχήμα γάντζου ποικίλει στη μορφολογία του, ανάλογα με το είδος του ψαρέματος και της ψαριάς για τα οποία προορίζεται. Στις μέρες μας κατασκευάζεται από ατσάλι συνήθως. Τα αρχαιότερα αγκίστρια που βρέθηκαν στην Κύπρο και χρονολογούνται στα προϊστορικά χρόνια ήταν κατασκευασμένα από πέτρες κόκαλα, ξύλα και χαλκό (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αντζ΄ίστριν,το, 212).
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος