Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Η Καθαρή Δευτέρα ή Δευτέρα της Καθαράς, όπως συνηθίζεται να λέγεται, είναι η πρώτη μέρα της μεγάλης νηστείας του πεηντάμερου, δηλ. της μεγάλης Σαρακοστής. Σε όλα τα χωριά της Κύπρου ετηρείτο αυστηρά η νηστεία (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 121).
Οι νοικοκυρές, πριν αρχίσουν να ετοιμάζουν τα νηστήσιμα φαγητά, έπλεναν σχολαστικά τις κατσαρόλες που είχαν χρησιμοποιηθεί την προηγούμενη μέρα (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 488).
Το μεσημέρι έτρωγαν χορταρικά και ελιές, χωρίς λάδι, έξω στα χωράφια ή στις αυλές (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 488). «Μάσκες» (μεταμφιεσμένοι) γύριζαν από παρέα σε παρέα, καταναλώνοντας κρασί και διασκεδάζοντας με τους συγχωριανούς τους.
Σε μερικά χωριά, επίσης, συνήθιζαν να ζυμώνουν και να φτιάχνουν πουρέκια τα οποία περιείχαν μόνο χόρτα.
«Την Δευτέραν εσηκωννούμαστιν το πρωίν τζι επηαίνναμεν να κόψουμεν την μούττην της Σαρακοστής στα χωράφκια. Μιτά μας επαίρναμεν ελιές, χόρτα, χαλουβάν τζιαι κρασίν» (Μαυροκορδάτος 2003, 353).
Παρατηρείται διαφοροποίηση ανάλογα με το δημογραφικό προφίλ.
Στο χωριό Ελιά καταγράφεται ότι για την παρασκευή πουρεκιών χρησιμοποιούσαν πεταλλίδες. Παρόλο που η κατανάλωση ψαριών απαγορευόταν, εντούτοις η κατανάλωση θαλασσινών συνηθιζόταν. Ιδιαίτερα στις παράλιες περιοχές συνήθιζαν να καταναλώνουν πεταλλίδες (Στην Κερύνεια και άλλες περιοχές λέγονται «θαλάσσιες πεταλλίνες) (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 121).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Στο χωριό Περιστερονοπηγή Αμμοχώστου το πρωί της ημέρας αυτής συνήθιζαν να δίνουν στους γύφτους ή στους Τούρκους κατοίκους όλα τα «μυλλωμένα» [ζωϊκά] φαγητά που περίσσευαν από το φαγοπότι της προηγούμενης νύχτας, της «Σήκωσης». Αυτοί μάλιστα που έβλεπαν τα πλούσια αυτά εδέσματα των ημερών αυτών καθώς και του Πάσχα, έλεγαν χαρακτηριστικά: «Οι Χριστιανοί για καμιά Σήκωση, για κανένα Πάσκαν έννα σπάσουν» (Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους 1998, 488).
Επίσης, από έθιμο που κατέγραψε ο λαογράφος Γεώργιος Χ. Παπαχαραλάμπους, την Καθαρή Δευτέρα οι κοπέλες συνήθιζαν να ζυμώνουν μια πίτα με αλάτι, την αρμυροκουλλούραν που ψηνόταν στην σάτζ̆ην, για να φαν και να δουν στον ύπνο τους τον μέλλοντα σύζυγό τους. Κατά τη δύση του ήλιου, όταν επέστρεφαν από τον εσπερινό και μετά από ολοήμερη νηστεία, έτρωγαν ένα κομμάτι από την πίτα αυτή και την υπόλοιπη την τοποθετούσαν κάτω από το προσκεφάλι τους (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 121).
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Μιχαλοπούλου-Χαραλάμπους Χ. (1998), Περιστερωνοπηγή. Από την αρχαιότητα μέχρι το 1974, Προσφυγικό σωματείο «Ένωση Περιστερωνοπηγιωτών», Λευκωσία.
Βαρβάρα Γιάγκου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος