ταφικά έθιμα και φαγητό

Περιγραφή Σιτηρεσίου - Γευμάτων
Περιγραφή Σιτηρεσίου

Στο Δίκωμο [Δίκωμο,το = κατεχόμενη κοινότητα της επαρχίας Κερύνειας] «εψήννασιν μιαν κούππαν σιτάριν, ’εν [’εν = δεν] εβάλλασιν τίποτε άλλον μέσα. Άμα νέιν τον θάψουν τον νεκρόν επαίρναν το στην πόρτα του νεκροταφείου που εδιούσαν [διώ = δίνω] την παρηορκάν [παρηορκά,η = η παρηγοριά] για να πιάσουν να τον μακαρίσουν τζ̆είνοι [’τζ̆είνος = εκείνος] που ’τουν [ήτουν < ήταν] στην ταφήν. Στην μακάρισην εκόφκαν [κόφκω = κόβω] ψουμίν [ψουμίν,το = το ψωμί], μιτσ̆ιά [μιτσίν,το = μικρό] κομμάθκια [κομμάτιν,το] όπως τ’ αντίερα [αντίερον,το = το αντίδωρο], ελιές, κρασίν, τζ̆ι αν ήτουν τζ̆αιρός που ’εν ενηστεύκαμεν εδιούσασιν τζ̆αι χαλλούμιν [χαλλούμιν,το = είδος κυπριακού λευκού και αλατισμένου τυριού]. Αν ήτουν πολλά γέρος εκάμνασιν τζ̆αι πισ̆ίες [πισ̆ία,η = λεπτή πίτα τηγανισμένη και αρτυμένη με ζάχαρη ή μέλι κ.ά.] τζ̆ι επαίρναν στο νεκροταφείον. Όσα κόλλυφα νέιν μείνουσιν επαίρναν τα ύστερις τζ̆ι εγύρναν τα ’ποτζ̆εί που ήτουν η τζ̆εφαλή [τζ̆εφαλή,η = το κεφάλι] του πεχαμμένου [πεχαμμένος,ο = ο νεκρός]. Τα κομμάθκια τα ψουμιά, αν εμεινίσκασιν, εδιούσαν τα καμμιάς κοτζ̆άκαρης [κοτζ̆άκαρη,η = η γριά].
Ύστερις ’πού [’πού = από] την ταφήν ο παπάς επήαιννεν [πηαίννω = πηγαίνω] έσσω [έσσω = στο σπίτι] του νεκρού τζ̆ι εμνημόνευκεν [μνημονεύκω = μνημονεύω] ’τζ̆ειαμαί [’τζ̆ειαμαί = εκεί] που εσήκωσεν τον νεκρόν. Αν ήτουν γέρος, εκάμνασιν τζ̆αι τραπέζιν τζ̆ι εκάχετουν [κάχουμαι = κάθομαι] τζ̆ι ο παπάς τζ̆ι έτρωεν, τζ̆ι όσοι άλλοι εθέλασιν. Το παραπάνω ήτουν όρνιχα [όρνιχα,η = η κότα] με το κολοκάσιν» (Μαυροκορδάτος 2003, 341-342).

Χρονολογία
19ος – 20ός αι.
Βιβλιογραφία

Μαυροκορδάτος Γ.Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος