αντουλ(λ)ιά,η - αντιλίν,το

Δοχείο νεροκολοκυθιάς.

 

 

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Ξηρά κολοκύνθη λαγηνόσχημος, της οποίας έκοβαν την πλευρά οριζοντίως και έτσι σχηματιζόταν ένα μεγάλο και βαθύ κοχλιάριο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αντουλλιά,η, 293-294).

Κυπριακή Ονομασία
αντουλ(λ)ιά, αντούλλα, αντιλιά, αντιλίν, αντουλιούριν
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < αντλία (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αντουλλιά, 25)

Στην Καρπασία ονομαζόταν και αντούλλα, ενώ στο Τρίκωμο αντ(ι)λλιά. Παράγεται από τη λέξη αντλία: αντλία, αντλιά, αντ(ου)λλιά, μετά από βαρειά συνίζηση (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αντουλλιά,η, 293-294).

Αντουλιάρι ή αντουλιούρι ονομαζόταν η μικρή αντουλιά (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Αντουλλιά, 25).

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Οι χωρικές γυναίκες το μεταχειρίζονταν για να αντλούν υγρά, όπως νερό και ξύδι (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αντουλλιά,η, 293-294; Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αντιλίν - αντουλιούριν,το - αντιλιά - αντουλ(λ)ιά,η, 63).

Επίσης, το χρησιμοποιούσαν για την άντληση αλουσίβας κατά το πλύσιμο ή κρασιού από το πιθάρι (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αντουλλιά ή αντούλλα,η, 224).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ