βουτζ̆έντρα (βουτζέντρα) - καματόβερκα,η

Το βούκεντρο.

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής σημειώνει πως η καματόβερκα είναι η βουκέντρα (κοινώς βουτζ̆έντρα) / κάτσουνας < κατσούνιν [αγκυλωτό σίδερο] (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καματόβερκα,η, 175).
Πρόκειται για μακρύ, ξύλινο ραβδί με σιδερένια αιχμή στο ένα άκρο, που το χρησιμοποιούσαν για να κεντρίζονται τα βόδια, ώστε να προχωρούν γρηγορότερα κατά το όργωμα (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα βούκεντρο,το, 378).
Η καματόβερκα είχε τον κάτσιναν [κάτσινας,ο = ξύλο με χαλί] στη μια μεριά της και το σ̆ιττίν [σ̆ιττίν,το = το κεντρί της βουκέντρας] στην άλλη για καθαρισμό των φτερών του αλετριού και προώθηση των ζώων κατά το ζευκάρημαν [ζευκάρημαν,το = η καλλιέργεια] (Ιωνάς 2001, 43).
Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του γράφει συγκεκριμένα πως η ράβδος στο κάτω μέρος φέρει σιδερένια αγκύλη, τον λεγόμενο κάτσιναν, που ήταν κοφτερός, με τον οποίο ο ζευγολάτης κόβει τις ρίζες των δέντρων και φυτών που μπλέκονται στο άροτρο. Επίσης, καθαρίζει και το ποδάρι του αρότρου από το χώμα, όταν το ανασηκώνει από το έδαφος. Στο πάνω μέρος φέρει κεντρί, με το οποίο κεντρίζει τα βόδια, όταν υπάρχει ανάγκη. Έχει μήκος δέκα-δώδεκα πόδια (Κυπρή 1989, λήμμα βουτζ̆έντριν,το, 362).

Κυπριακή Ονομασία
καματόβερκα, βουτζ̆έντρα, βουτζ̆ἐντριν, γουτζ̆έντριν, ’ουτζ̆έντριν, κατσυνοράβδιν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

βούκεντρο, βουκέντρα

Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. βούκεντρο < μτγν. βούκεντρον < βοῦς + κέντρον «»κεντρί, σπιρούνι, οξύ άκρο«» (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα βούκεντρο,το, 378)
βουτζ̆έντριν - γουτζ̆έντριν (τζ̆ε = ce ιταλ.) (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα λήμμα γουτζ̆έντριν,το, 121)
καματόβερκα < κάματος + βέρκα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καματόβερκα,η, 175)

Ο Γεώργιος Λουκάς τη συγκεκριμένη βέργα την αποδίδει και ως κατσυνοράβδιν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κατσυνοράβδιν,το, 211). Οι κάτοικοι των Κυθήρων την αποκαλούν βούκεντρα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα γουτζ̆έντριν,το, 121).

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος