δικράνιν - τσ̆αττάλιν (τσαττάλιν) - σ̆εττάλιν (σεττάλιν),το

Γεωργικό εργαλείο.

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Πρόκειται για γεωργικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από ξύλινο στέλεχος που απολήγει σε διχαλωτό άκρο. Χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες (μάζεμα χόρτων, παλαιότερα στο λίχνισμα των σιτηρών κ.λπ.)(Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα δικράνι (το), 510).

Ο Γεώργιος Λουκάς σημειώνει στο Γλωσσάριό του πως πρόκειται για διχάλιον, με το οποίο αναστρέφουν τα στάχια κατά το αλώνισμα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα δικράνιν,το, 129).

Κυπριακή Ονομασία
δικράνιν, τσ̆αττάλιν, σ̆εττάλιν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

δικράνι

Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. δικράνι < μεσν. υποκ. του μτγν δίκρανον < αρχ. δίκρανος < δι- (<δις) + -κράνος (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα δικράνι (το), 510)
τσ̆αττάλιν - σ̆εττάλιν < τουρκ. ҫatal (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα τσ̆αττάλιν - σ̆εττάλιν,το, 489)

Τρόπος Χρήσης
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Είχαν δύο μεγάλα δόντια για κάρφωμα των δεματιών και μετατόπισή τους κατά το στοίβαγμα της θημωνιάς, το φόρτωμά τους στις καρρέτες [τα αμάξια] και το ξεφόρτωμά τους στο αλώνι πριν το αλώνισμα (Ιωνάς 2001, 44).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος