Ονομασία - Χρήσεις
α) Κοντάρι ή τρίφτης: Μ' αυτό έτριβαν τις πλάκες στο δάπεδο του φούρνου για να
«πυρώσουν».
β) Σύρτης: Μακρύ ξύλο στην άκρη του οποίου στερέωναν βρεγμένο ρούχο και μ' αυτό
καθάριζαν τις πλάκες από την στάχτη προτού βάλουν τα ψωμιά.
Παράθυρο
γ) Χαλί: Σιδερένιος βραχίονας με διχάλι στην άκρη. Το χρησιμοποιούσαν για να σπρώχνουν
τα ξύλα μέσα στο φούρνο.
Δ) Φουρνόφκιο (ς): Ξύλινος αρχικά, σιδερένιος αργότερα ή συνδυασμός και των δύο.
Επιμήκης βραχίονας με επίπεδη επιφάνεια στην μια του άκρη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα ψωμιά για να τα βάλουν ή να τα βγάλουν από το φούρνο. Εξού και η αινιγματική φράση: «Μακρύς-μακρύς καλόηρος τζαι πίττα η τζεφαλή του» η οποία βεβαίως υπονοεί το φουρνόφκιο.
Σοφοκλέους (2004, σελ 77-78)
Εργαλεία παραδοσιακού φούρνου
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Σοφοκλέους Γ. (2004), Παράθυρο στη Κύπρο μας. Λαογραφική –Πολιτιστική Ανθολογία, τομ. Β΄, Λευκωσία.
Στάλω Λαζάρου