Το κάρρο.
Ονομασία - Χρήσεις
Πρόκειται για το αμάξι που συρόταν από δύο βόδια ή από ένα ή δύο μουλάρια (Ιωνάς 2001, 44).
κάρρο
ΕΤΥΜ. < ενετ. caréta - ιταλ. carretta (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καρρέττα,η, 185)
πληθ. οι καρρέττες (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καρρέττα,η, 257)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος