κουκκουρκά - κουκκουργιά,η - κουκκουρίν,το

Κοφίνι μακρύ και ψηλό για μεταφορά των χοίρων, ορνίθων, ξόβεργων κ.ά.



Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Πρόκειται για στρογγυλό και μακρύ κοφίνι πλεγμένο από σκλινίτζ̆ιν, όπου έβαζαν τα βερκά για τα αμπελοπούλια ή μετέφεραν κοτόπουλα (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κουκκουρκά, 67) κ.ά.
Ο Ξενοφών Π, Φαρμακίδης θεωρεί πως είναι πλεκτό καφάσι από λυ(γ)άδια. Επίσης, κατά τον ίδιο, κουκκουρκές καλούνται και κάλαθοι μεγάλοι κυλινδρικοί, αρκετά επιμηκείς, ισοπαχείς και με οπή στο μέσο και άνω. Αυτού του είδους κουκκουρκές μεταχειρίζονται οι αγρότες για τη μεταφορά πουλερικών (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κουκκουρκά,η, 470).

Κυπριακή Ονομασία
κουκκουρκά, κουκκουργιά, κουκκουρίν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

κοφίνι, καφάσι

Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < κούκουρον [φαρέτρα] < μεσν. λατ. cucurum (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κουκκουρκά - κουκκουργιά,η - κουκκουρίν,το, 223)
< κουκκουρώννω [ξηραίνω] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κουκκουρκά, 67)

Κατά τον Φαρμακίδη ο Αθανάσιος Σακελλάριος σφάλλεται, γράφοντας ότι οι κουκκουρκές είναι κόφινοι των ξόβεργων (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κουκκουρκά,η, 470).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ