σάρακλον,το

Ο βωλοκόπος.


Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Πρόκειται για τον βωλοκόπο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σάρακλος,ο, 36), μάκρους 8 ποδ. και πάχους (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα σάρακλον - σαράκολον,το - σάρακλος,ο, 414). Το χρησιμοποιούσαν για την ισοπέδωση των βόλων του οργώματος (Ιωνάς 2001, 43).

Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του αναφέρει πως πρόκειται για γεωργικό εργαλείο, το οποίο διέλυε τους βώλους, με σκοπό την ισοπέδωση των σπερμένων αγρών και την κάλυψη των σπόρων για προστασία από τα πουλιά (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σάρακλον,το, 426).

Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος αναφέρει στο Γλωσσάριό του ότι πρόκειται για τη σβάρνα. Η επιστημονική σβάρνα αποτελείται από τρία ξύλα, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν τρίγωνο. Σε κάθε ξύλο, ανά μικρά διαστήματα, υπάρχουν σιδερένια καρφιά που εξέχουν 0,08-0,10 μ. Η σβάρνα αυτή μπορεί κατά τη σπορά του αγρού να αντικαταστήσει το άροτρο, όταν αυτός είναι προηγουμένως καλά καλλιεργημένος. Αντί ο γεωργός να σπείρει το χωράφι και να το καλλιεργήσει με το άροτρο κατόπιν, το σπέρνει και το σβαρνίζει μόνο. Το σάρακλον ή ο σάρακλος είναι πρόχειρη σβάρνα και χρησιμοποιείται πάντοτε μετά την καλλιέργεια με άροτρο, η οποία πρέπει να γίνει απαραιτήτως μετά το σκόρπισμα του σπόρου, όταν δεν υπάρχει επιστημονική σβάρνα (Κυπρή 1989, λήμμα σάρακλον,το και σάρακλος,ο, 228).

Κυπριακή Ονομασία
σάρακλον, σαράκολον, σάρακλος
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

βωλοκόπος, σβάρνα

Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < *σάρκουλον < λατ. sarculum = τσάπα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα σάρακλον - σαράκολον,το - σάρακλος,ο, 414). Ίσως προέρχεται από το σάρου κλᾶν τους βώλους (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σάρακλον,το, 426). Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του, λήμμα σαρακλίζω, σημειώνει πως το σάρακλον προέρχεται από το σαρῶ, κυπρ. σαρίζω (Κυπρή 1989, λήμμα σαρακλίζω, 228).

Το ρήμα είναι σαρακλίζω (Κυπρή 1989, λήμμα σάρακλον,το, 228).

Στα Κύθηρα το συγκεκριμένο εργαλείο ονομάζεται βωλόσυρος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σάρακλον,το, 426).

Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη το ουσιαστικό βωλοκόπος προέρχεται από το ρήμα βωλοκοπώ, που σημαίνει σπάζω του βώλους χώματος που έχουν δημιουργηθεί από το όργωμα, διαλύω τους βώλους, κάνοντας το έδαφος λείο (ΕΤΥΜ. < αρχ. βωλοκοπῶ < βῶλος + -κοπῶ < κόπτω) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα βωλοκοπώ, 393). Στην απλή γλώσσα του λαού ονομάζεται και σβάρνα [σβάρνα,η = γεωργικό εργαλείο που σέρνεται από υποζύγιο και χρησιμεύει στην ισοπέδωση οργωμένου εδάφους] (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σβάρνα,η, 1574).

Τρόπος Χρήσης
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Σε πολλά χωριά της Κύπρου το βωλοκόπημα γινόταν με αξίνα, με την οποία κτυπούσαν και διέλυαν τους βώλους. Πολλές φορές, αντί να σπάσουν τους βώλους με την αξίνα, έσερναν με τα βόδια βαρύ ξύλο ή σανίδα, στην οποία προσέθεταν πέτρες, για να έχει αρκετό βάρος επί του σπερμένου αγρού και έτσι να διαλύονται οι βώλοι. Η σανίδα αυτή ή το ξύλο λέγεται σάρακλον (Κυπρή 1989, λήμμα σαρακλίζω, 228).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος