Το σάρωθρο(ν).
Ονομασία - Χρήσεις
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως πρόκειται για ψηλή σκούπα με ψηλή λαβή, καμωμένη (όπως φαίνεται) από βούρλα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σαρκά,η, 426). Πρόκειται για προϊόν εγχωρίου βιομηχανίας (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σαρκά,η, 36).
σάρωθρο(ν), σκούπα
ΕΤΥΜ. < αρχ. σάρον [σάρωθρον < σαρώ(νω) + παράγ. επίθημα -θρο, λ.χ. βά-θρο, ρεί-θρο (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σάρωθρο(ν),ο, 1572)] -ία, με συνίζηση σαριά (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σαρκά,η, 426)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Η σαρκά συμπεριλαμβάνεται στον εξοπλισμό ενός γεωργού κατά την καλλιέργεια των δημητριακών (Ιωνάς 2001, 44).
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος