Ποταλάρωμα, ποταλαρώνω

Περιγραφή Τεχνικής
Περιγραφή τεχνικής

Αναφέρονται δύο ερμηνείες : α. Βγάζω το τυρί από τα ταλάρια β. Βάζω το τυρί στα ταλάρια. Συναντάται στο πιο κάτω αίνιγμα «Έλα, να πα’ να ππέσωμεν/ τζιαι να ποταλαρώσουμεν, / τα δκυο τρισιά να σμίξουμεν/ τζαι το μακρύν ‘ς την τρύπαν του. (Λύση: το μάτι)
«Όταν γεμώσουν τα ταλάρκα τζι’ ύστερι τα φκαιρώσουν, για να πκιάσουν το τυρίν». « Το τυρίν (όχι αναρήν) , όταν το βάλλουν μεσ’ ‘ς το ταλάριν, σφίγγουν καλά άλλον τζαι το βάλλουν τζαι τζείνον μέσα, κατόπιν άλλον το βάλλουν τζαι τζείνον μέσα, ώστι να γεμώσει. Κατόπιν τσιλλούν το ούλλον μονομιάς». Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 338-9)

Κυπριακή Ονομασία
Ποταλάρωμα, ποταλαρώνω
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Βάζω ή βγάζω το τυρί από τα ταλάρια

Μέθοδος Επεξεργασίας
Χρονολογία
19ος-20ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Μεταφορικά σημαίνει ξαπλώνει. Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 338-9)

Βιβλιογραφία

Φαρμακίδου ΞΠ (1983). Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, [Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου, μέρος Β', έκδ. Θεοφανώς Δ. Κυπρή], Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 2η έκδ, 2003.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου