Ονομασία - Προέλευση
γάλος
Πρόκειται για κατοικίδιο πτηνό με πλούσιο μαύρο φτέρωμα, γυμνό λαιμό και κόκκινες σαρκώδεις προεξοχές στο κεφάλι και κάτω από το ράμφος. Εκτρέφεται για το κρέας και τα φτερά του (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα γάλος,ο, 399).
ΕΤΥΜ. < ιταλ. gallo [κόκορας] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Γάλος, 35)
Επιστημονική ονομασία: το πουλερικό ινδιάνος, διάνος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Γάλος, 35)
** Για τη συνταγή του γάλου, βλ. λήμμα γαλοπούλα γεμιστή,η και γαλοπούλα βραστή με χοιρομέρι,η στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος