Ονομασία - Προέλευση
Καϊμάκι είναι το λεπτό και παχύρρευστο στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του χτυπημένου ή βρασμένου γάλακτος (συν. αφρόγαλα, ανθόγαλα, κρέμα) / το πυκνό αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του καφέ κατά το βράσιμό του (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα καϊμάκι,το, 806).
ΕΤΥΜ. < τουρκ. kaymak (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα καϊμάκι,το, 806; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καϊμάκι, 48)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος