Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για μικρό κομμάτι από κιμά ζυμωμένο με άλλα υλικά (αβγά, ψωμί, μαϊντανό κ.λπ.) και καρυκεύματα, σε σφαιροειδές ή πεπλατυσμένο σχήμα, που τρώγεται συνήθως τηγανισμένο (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κεφτές και (λαϊκ.) κιοφτές,ο, 887).
ΕΤΥΜ. < τουρκ. köfte < περσ. kōfta (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κεφτές και (λαϊκ.) κιοφτές,ο, 887)
< τουρκ. köfte και αραβική kefta < αρχ. κοφτός (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κεφτές,κιοφτές, 58)
πληθ. κεφτέδες, υποκ.κεφτεδάκι και κιοφτεδάκι (το) (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κεφτές και (λαϊκ.) κιοφτές,ο, 887)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος