Ονομασία - Προέλευση
Ο παστουρμάς ή παστρουμάς είναι παστό κρέας (κυρ. από βουβάλι ή καμήλα) καρυκευμένο και αποξηραμένο, το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα παστουρμάς κ. παστρουμάς,ο, 1354).
Η Ευγενία Πέτρου-Ποιητού σημειώνει πως πρόκειται για αλλαντικό σε σχήμα λουκανίκου ή φέτα από κρέας καμήλας ή βοδινού. Ο περίφημος παστουρμάς, φέττα, παρασκευάζεται από κρέας του μηρού του βοδιού (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Παστουρμάς, 111).
ΕΤΥΜ. < τουρκ. pastirma (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα παστουρμάς κ. παστρουμάς,ο, 1354; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Παστουρμάς, 111)
< παστρωμάς, παστός ρωμανικός, στην πρώτη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Παστουρμάς, 111)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ