Σούπα με πλιγούρι ή φιδέ.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για είδος σούπας με πλιγούρι ή/και φιδέ (Κυθρεώτης 1971, 80; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σημυδκιά, 133).
Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής επισημαίνει πως είναι το σιμίτι, που σημαίνει σησαμωτό κουλούρι, σούπα, γρούτα, σ̆υλάριν και μτφ. ξυλοδαρμός (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σιμιθκιά - σημιθκιά,η, 486)
ΕΤΥΜ. < τουρκ. simit [simit = άσπρο ψωμί], οθωμ. samîd [samîd = πλιγούρι, φαρίνα, samit = ανάλατο ψωμί] ή αρχ. σημύδα [σημύδα,η = το φυτό κερκίς] (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σιμιθκιά - σημιθκιά,η, 486) (βλ. και παρακάτω για ετυμολογία)
Η λέξη γράφεται και σημιθκιά (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σιμιθκιά - σημιθκιά,η, 486) ή σημιδκιά (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σημιδκιά,η, 429; Κυπρή 1989, λήμμα σημιδκιά,η, 229), σειμιθκιά (Κυθρεώτης 1971, 80), σημηδκιά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σημηδκιά,η, 217) αλλά και σημυδκιά (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σημυδκιά, 133).
Να αναφερθεί ότι ακόμη και μέχρι σήμερα ο κυπριακός λαός χρησιμοποιεί μεταφορικά τη φράση «Έκαμα τον σημειθκιά», δηλαδή έδειρα τόσο πολύ κάποιον που δε έμεινε κόκκαλο στο σώμα του, το πολτοποίησα όπως τη σούπα που την έκαναν χυλό (Κυθρεώτης 1971, 80; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σημιδκιά,η, 429; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σημηδκιά,η, 217). Ίσως από τον σήσαμον εκάμαν ση(σα)ματία και εννοούν ίσως τη γαλέτα από σησάμι (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα σημιδκιά,η, 429). Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης, σημειώνει πως ίσως παράγεται από τη λέξη σημάδκια κατά την εξής σειρά: σημάδκια, σημήδκια, σημηδκιά, με τροπή του α της παραλήγουσας σε η, με κατέβασμα του τόνου στη λήγουσα και τροπή του γένους σε θηλυκό. Γίνεται ο δερόμενος σημηδκιά, όταν ο δαρμός είναι τέτοιος, ώστε αφήνει σημάδια σε αυτόν που έχει φάει ξύλο. Ή από το δέντρο σημύδα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα σημηδκιά,η, 217). Ο Ιωάννης Ερωτοκρίτος αναφερόμενος στη λέξη σημιδκιά, σημειώνει πως δεν γνωρίζει ακριβώς τι σημαίνει η λέξη. Είναι παροιμιώδης και συναντάται συνηθέστατα στις φράσεις «Έδωκά του ξύλο, έδωκά του ξύλο, έκαμά τον σημιδκιάν», «Αν σε πιάσω, εννά σε κάμω σημιδκιάν» κ.λπ. Ίσως σημαίνει σήμαντρον. Κτυπώ κάποιον, όπως κτυπούν το σήμαντρον. Την εικασία του Ερωτόκριτου ενισχύει η συνώνυμος φράση «Αν σε πιάσω, εννά σε σημάνω, θα σε ξυλίσω, θα σε κτυπήσω», όπως κτυπούν το σήμαντρο. «Εσήμανέν τον καλά, τον εξύλισε πολύ». Ή πιθανόν να έχει σχέση με τη λέξη σιμίκιον, που είναι μουσικό όργανο, κρουόμενο με πλήκτρο (Κυπρή 1989, λήμμα σημιδκιά,η, 229).
Η σημειθιά είναι δέντρο (Κυθρεώτης 1971, 80). Η Πέτρου-Ποιητού, αναφερόμενη στο δέντρο, τη σημύδα ή κουφοξυλιά, σημειώνει πως έχει πολύ μαλακό ξύλο. Εξού και η έκφραση «Τον έκαμε σημυδκιά», δηλαδή τον έδειρε τόσο πολύ που του μαλάκωσε τις σάρκες (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σημυδκιά, 133).
Για τη παρασκευή της σημειθκιάς οι νοικοκυρές έβραζαν πλιγούρι ή φιδέ, πρόσθεταν αλεύρι και ανακάτευαν πολύ καλά μέχρι να γίνει ένας παχύρευστος χυλός, σ̆υλάριν (Κυθρεώτης 1971, 80).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Η σημειθκιά ήταν μια απλή παρασκευή με απλά υλικά που καταναλωνόταν ως πρωινό τις κρύες ημέρες του χειμώνα, αλλά και ένα πρόχειρο φαγητό που καταναλωνόταν όλες τις ώρες από τις φτωχότερες οικογένειες. Για να γίνει το έδεσμα πιο εύγεστο, οι νοικοκυρές πρόσθεταν κοκκουρούθκια, ψίχουλα ψωμιού τηγανισμένα σε ελαιόλαδο. Συνηθιζόταν στα χωριά της Μεσαορίας (Κυθρεώτης Ι, 1971).
Η σημειθκιά δεν καταναλωνόταν σε κάποια εορταστική περίσταση.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.
Κυθρεώτης Ι. (1971), «Σημειθκια με τα κουκκουρούθκια», Λαογραφική Κύπρος 1,1, 80.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος