σούβλα - σούγλα,η

Κρέας ψημένο στα κάρβουνα.

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
σούβλα, σούγλα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για κρέας ψημένο στα κάρβουνα (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σούβλα, 139).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < λατ. subula (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σούβλα,η, 1624; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Σούβλα, 139), που σημαίνει σουβλί του τσαγκάρη (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα σούβλα - σούγλα,η - σουβλίν,το) < su-dhl-a < ρ. suere [suere = συρράπτω, συναρμόζω] (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα σούβλα,η, 1624)

Μέθοδος Εξασφάλισης
Κτηνοτροφία
Μέθοδος Επεξεργασίας

** Για συνταγές της σούβλας, βλ. στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές τα εξής λήμματα: σούβλα κρασάτη,η και σούβλα χοιρινή με διάφορα λαχανικά,η.

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.

Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ