Υπόγειο δωμάτιο-λάκκος για την αποθήκευση σιτηρών.
Περιγραφή Χώρου
Η παλαιότερη μέθοδος αποθήκευσης του σιταριού είναι οι γούφες, υπόγειο δωμάτιο-λάκκος, που άνοιγαν στον κάμπο σε σκληρό έδαφος κοντά στους σιτοβολώνες. Έχει σχήμα υπόγειου φούρνου με μικρό στόμιο, από το οποίο μόλις μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος, και ανοιχτή βάση. Προτού χρησιμοποιηθεί πυρώνεται, ανάβουν δηλαδή μέσα ξύλα για να ψηθεί και να στερεωθούν τα τοιχώματα του φούρνου, αλλά ταυτόχρονα και να γίνει απολύμανση από μικροοργανισμούς. Μετά αφαιρούσαν τα κάρβουνα και καθάριζαν τον φούρνο. Μόλις η θερμοκρασία γινόταν μέτρια, χλιαρή, τον γέμιζαν με σιτάρι και έκλειναν ερμητικά το στόμιο με πηλό, σιήλωμαν. Το σιτάρι διατηρείται με τη μέθοδο αυτή ως ένα χρόνο. Η χωρητικότητα του λάκκου κυμαινόταν από 3Ο, 70, 100 ως 150 κιλά.
Κατά την τουρκοκρατία οι γούφες βρισκόταν στο δάσος για προφύλαξη. Πρόσφατα, πριν το 1974, υπήρχαν γούφες στα χωράφια του Χριστοφή Κουλία (Παπαδημητρίου 1992, 12).
ΕΤΥΜ. < παλ. ιταλ. guèffa (Kahane) ή ουσ. γούβα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γούφα,η και γούππος - βούππος,ο - βουφκιά,η, 126-127)
Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής εξηγεί πως πρόκειται για τον λάκκο που ανορύσσεται στη γη σε σχήμα πιθαριού για αποθήκευση, φύλαξη και διατήρηση γεννημάτων (χωράει 50-150 κιλά σιτάρι). Παράλληλα δίνονται και οι παρακάτω ερμηνείες για τη λέξη: το βαθούλωμα (κοίλο) της πινακωτής όπου τοποθετούνται τα ψωμιά που ζυμώθηκαν / λάκκος για τον αργαλειό, αργαλειός / υπόγεια φυλακή (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γούφα,η και γούππος - βούππος,ο - βουφκιά,η, 126-127).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Ο Ιωάννης Ιωνάς στα «Παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου» αναφέρει πως το σιτάρι, σε κάποιες περιοχές όπως αυτή της Καρπασίας, φυλαγόταν και μέσα σε γούφες (που έμοιαζαν με φούρνους) στις αυλές των σπιτιών. Οι διαστάσεις των γούφων ήταν πολύ πιο μεγάλες από τους κανονικούς φούρνους και ήταν κτισμένες με πέτρες. Στην εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια τους ήταν σοβατισμένες με αχυροπηλό. Μέσα στις γούφες άναβαν φωτιά και η αποθήκευση του σιταριού άρχιζε μετά από καθάρισμα, όταν το δάπεδο ήταν ακόμα χλιαρό. Το γέμισμα γινόταν μέχρις ενός σημείου από το στόμιο της γούφας, αλλά για να γεμίσει τελείως το στόμιο σφραγιζόταν με πλάκα και αχυροπηλό και το γέμισμα συνέχιζε με τρύπα πάνω στην τρούλλην (από πάνω). Το σιτάρι μέσα στις γούφες δεν πάθαινε σήψη, έστω και αν έμενε αποθηκευμένο για χρόνια. Όταν ο ιδιοκτήτης χρειαζόταν σιτάρι για να πάει στον μύλο, άνοιγε λίγο το στόμιο της γούφας και έβαζε ένα σκεύος από κάτω και το σιτάρι έτρεχε μέσα. Το σιτάρι που προοριζόταν για το αλεύρι του ψωμιού φυλαγόταν ύστερα από το καθάρισμα σε κούμνες [μικρά πιθάρια] ή σε πήλινα ειδικά κυλινδρικά αγγεία από άψητο πηλό, που καπνιζόταν προηγουμένως για να ψοφήσουν τα σκουλήκια που πιθανόν να φώλιαζαν μέσα (Ιωνάς 2001,61).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.
Παπαδημητρίου Ε. Κ. (1992), Εθνογραφικά Καρπασίας, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία.
Ελένη Χρίστου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος