αρκόν,το

Είδος αραιού κόσκινου.

 

 

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

κόσκινο με κάπως μεγάλες οπές (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αρκόν,το, 370)

Κυπριακή Ονομασία
αρκόν
Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

πληθ. τα αρκά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αρκόν,το, 370)

Η λέξη αρκόν χρησιμοποιείται αντί της λέξης αραιόν (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα αρκόν,το, 63).

Αλλού στην Κύπρο λέγεται αρβάλιν, στην Καρπασία αρβέλιν (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αρκόν,το, 370).

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Το αρκόν ήταν ειδικό κόσκινο που χρησιμοποιούσαν για να κοσκινίζουν το άχυρο που τάιζαν τα ζώα. Αφού έφευγε η λεπτή σκόνη και το χώμα, πρόσθεταν για τα βόδια αλεσμένο ρόβιν, βίκο ή κούσβον [το υλικό που απομένει μετά από τη συντριβή του σησαμιού για το σησαμέλαιο. Τρώγεται από τους φτωχούς ή χρησιμοποιείται ως τροφή για τους χοίρους συνήθως]. Για τα μουλάρια και τα γαϊδούρια εμπλούτιζαν το άχυρο με κριθάρι και αλεσμένα κουκιά (Πίπης 2000, 109).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Πίπης Χ. (2000), Αργάκι: 1800-1974, Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Ελένη Χρίστου, Αργυρώ Ξενοφώντος.