βούρνα - γούρνα,η και βουρνίν,το

Σκάφη για ζύμωμα ή μπουγάδα.

Ονομασία - Χρήσεις
Περιγραφή Σκεύους / Εργαλείου

Η βούρνα είναι η κοινή σκάφη. Χρησιμοποιείτο για το ζύμωμα του ψωμιού. Ήταν ορθογώνια, αρκετά μεγάλη και ήταν κατασκευασμένη από κομμάτια επίπεδου ξύλου, ενωμένα μεταξύ τους. Οι νοικοκυρές όμως, εκτός από την βούρνα, είχαν και το βουρνίν. Αυτό ήταν μια σκάφη πάλι αλλά σε πιο μικρό μέγεθος. Στο βουρνίν ζύμωναν το προζύμι και το άφηναν να «μπει» ως την επόμενη μέρα που θα έκαναν τα ψωμιά. Ο λόγος που ζύμωναν το προζύμι σε πιο μικρή σκάφη και όχι στη μεγάλη είναι για να έχουν καθαρή τη σκάφη για το ζύμωμα των ψωμιών (Καρεκλά 2004, αδημοσίευτα στοιχεία).

Η βούρνα, σύμφωνα με τον Ιωάννη Ερωτόκριτο, είναι η λίθινη, ακόμη και ξύλινη, σκάφη, που χρησιμοποιείται για το πότισμα ζώων και το πλύσιμο ρούχων. Το βουρνίν είναι το μικρό ξύλινο δοχείο, που χρησιμοποιείται από τους κτίστες. Μέσα σε αυτό ζυμώνεται και γύψος αναλόγως των περιστάσεων (Κυπρή 1989, λήμμα βούρνα,η, 362, λήμμα βουρνίν,το, 362).

Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης ερμηνεύει τη βούππα ως τη στρογγυλή ή τετράγωνη λίθινη λάρνακα, στην οποία καθαρίζουν, πλένουν οι γυναίκες τα ασπρόρουχα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα βούρνα,η, 58).

Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής αναφέρει πως πρόκειται για τη γούρνα, τη σκάφη όπου ζυμώνουν τα ψωμιά, την ποτίστρα ζώων, αλλά και μέτρο χωρητικότητας (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βούρνα - γούρνα,η, 108).

Κυπριακή Ονομασία
βούρνα, γούρνα και βουρνίν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

λεκάνες, σκάφες

Ετυμολογία - Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. μτγν. γώρνη [γώρνη,η = βαθουλή πέτρα (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Γούρνα, 32)] < γόρνη < λατ. urna [urna = δοχείο] (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βούρνα - γούρνα,η, 108; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βούρνα; Γούρνα, 32)
Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως βούρνα είναι η γούρνα κατ' αναγραμματισμό από το γρούνα, η γρώνη. Πρβλ. συγγενή λατ. urna, αγγλ. urn, γαλλ. urne, τα οποία σημαίνουν υδρία, σκάφη, λεκάνη, κάλπη και λάρνακα για τα σώματα των νεκρών, δηλαδή σαρκοφάγος (Κυπρή 1989, λημμα βούρνα,η, 362).

Ο Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του στο λήμμα βούρνα,η προσθέτει πως το υποκοριστικό της λέξης είναι το βουρνίν και η βουρνούδα, η οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιείτο για την εναποθέτηση της πολτώδους από πίτουρα τροφής των χοίρων (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα βούρνα,η, 58).

Τρόπος Χρήσης
Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

** Επισυνάπτονται αινίγματα για τη βούρνα, τα οποία κατέγραψε ο ερευνητής Αδάμος Κατσαντώνης.

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Καρεκλά Κ. (2004), Παραδοσιακή οικοσκευή και διατροφή του χωριού Βατυλή (αδημοσίευτα στοιχεία).

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Στάλω Λαζάρου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ