Ονομασία - Χρήσεις
Πρόκειται για επιτραπέζια φιάλη με στενό λαιμό και εξογκωμένη κοιλιά για νερό, κρασί, ούζο ή άλλα ποτά (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα καράφα,η, 839).
καράφα
ΕΤΥΜ. < ιταλ. caraffa < διαλεκτ. αραβ. gharrāfáh (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα καράφα (η), 839; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καράφα, 52) «φλασκί» < gharafá «αντλώ νερό» (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα καράφα (η), 839)
< γαλλ. carafe (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καράφα, 52)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος