Είδος ψωμοθήκης / Το δοχείο του υδρόμυλου, στο οποίο ρίχνεται το σιτάρι για να αλεστεί.
Ονομασία - Χρήσεις
Η κοφινιά ήταν είδος αρτοθήκης, η οποία κατασκευαζόταν από ειδικό ξύλο που σχημάτιζε τελάρο και γύρω-γύρω ήταν μπλεγμένο ένα είδος τόνου*. Συνήθως την κρέμαγαν στην οροφή για να μην μπορούν να ανεβούν διαφορά ζωύφια αλλά και για να αερίζεται το ψωμί και να διατηρείται περισσότερο (Καρεκλά, αδημοσίευτα στοιχεία).
*Τόνος είναι ο φλοιός δέντρων σε μακριές λωρίδες και πλεγμένος ώστε να σχηματίζει σχοινί. Η λέξη τόνος που χρησιμοποιείται και σήμερα είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει ακριβώς σχοινί. Παλιά με τον τόνο έκαναν κρεβάτια ενώ σε νεότερες εποχές κάνουν καρέκλες (τόνενες), ψάθες και αρτοθήκες (Καρεκλά, αδημοσίευτα στοιχεία).
Σύμφωνα με τον Γιώργο Ι. Μαυροκορδάτο, οι κοφινιές κατασκευάζονταν από συκαμιόβερκες [κλαδιά μουριάς], από τις οποίες έβγαζαν τον φλοιό και τον έπλεκαν. Μέσα σε αυτές έβαζαν τα ψωμιά για να αερίζονται και να μη μουχλιάσουν (Μαυροκορδάτος 2003, 303)
Ο Γεώργιος Λουκάς σημειώνει στο Γλωσσάριο του πως πρόκειται για το δοχείο του υδρόμυλου, στο οποίο ρίχνεται το σιτάρι για να αλεστεί (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κοφινιά,η, 256)
αρτοθήκη
Ονομάζεται και ταπατζιά:«Τζι αρνήθου πως μ' ετάισες ψουμίν της ταπατζιάς σου, τζι αρνήθου πως με πότισες νερόν που τα σταμνιά σου» (Θεοδώρου 2009, 158).
Η κοφινιά χρησιμοποιόταν για τη φύλαξη των ψωμιών. Εκεί τα τοποθετούσαν μόλις τέλειωνε το ψήσιμο των ψωμιών και διατηρούνταν για χρονικό διάστημα 8-10 ημερών.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Στην κοφινιά έβαζαν, πέραν των ψωμιών, και την αλατισμένη αναρή, την οποία τοποθετούσαν στον ήλιο για να στεγνώσει (Μαυροκορδάτος 2003, 314).
Θεοδώρου Μ. (2009), Σκυλλούρα: ταξίδι μνήμης και αγάπης, Λευκωσία.
Καρεκλά Κ. (2004), Παραδοσιακή οικοσκευή και διατροφή του χωριού Βατυλή (αδημοσίευτα στοιχεία).
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.
Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος