ψουμίν,το

Οι γυναίκες έπρεπε να σηκωθούν την αυγή για να ετοιμάσουν το μπούκκωμαν, πού ήταν συνήθως ψουμίν  και χαλλούμιν ή ελιές με κρομμύδιν. Βασικά το μπούκκωμαν ήταν μπόλικο ψωμί. Γι' αυτό έλεγαν:

Μπούκκωμαν του χωρκάτη

ένα ψουμίν τζι' ένα κομμάτιν (Χατζηϊωάννου 1994, 223).

 

Επιπλέον γνωστή είναι η λαϊκή ρήση:
"Το ψουμίν έν’ συντροφκιά" (Άππιος 1999, 14).



 

Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
ψουμίν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

ψωμί

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. μτγν. ψωμίν < αρχ. ψωμός (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα ψουμίν,το, 534)

Λυτρατζ̆ένον είναι το άζυμο, χωρίς προζύμι δηλαδή, ψωμί· ανέμπατο, ασήκωτο (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα λυτρατζ̆ένον - λυτράτζ̆ιν - λυδράτζ̆ιν,το - λυθρατζ̆ένος,ο, 263; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Λυτρατζιένο, 79).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Άλλο
Μέθοδος Επεξεργασίας

Για την παραγωγή ψωμιού καλλιεργούνταν το σιτάρι και το κριθάρι. Η συγκομιδή του κριθαριού γινόταν πριν τη συγκομιδή του σιταριού και πριν το πέρασμα των ακριδών, και έτσι το αλεύρι για την παραγωγή ψωμιού, έστω και αν επρόκειτο για κριθαρένιο, ήταν σχετικά διασφαλισμένο. Τα δημητριακά καλλιεργούνται παντού μέχρι το υψόμετρο των 2000 πόδια, με εξαίρεση τα οροπέδια της Πάφου όπου η οικονομία επιβίωσης επέβαλλε και καλλιέργεια σε μεγαλύτερα υψόμετρα (Ιωνάς 2001, 22).
Τα ψωμιά ζυμώνονταν από σιταρένο αλεύρι αλλά στις περιόδους ανομβρίας (αστοσ̆ιάς), το σιταρένο αλεύρι αναμειγνυόταν με κριθαρένο ή τα ψωμιά γίνονταν από καθαρό κριθαρένο αλεύρι.
Όταν τα ψωμιά σκλερύνουν, πολύ, ανοίγονται και μπαίνουν στον φούρνο, ξηραίνονται (γίνονται «καυκαλιές») και τρώγονται βουτηγμένα είτε στο ζουμί του φαγητού είτε σε καθαρό νερό.
Τα ψωμιά που παράγονταν από ντόπιο σιτάλευρο ήταν σχετικά σκούρα και πιο πολύ μαύρα από εκείνα που γίνονταν με ανάμεικτο ή καθολοκληρίαν με κριθάλευρο. Τα ψωμιά όμως που πουλιούνταν στη Λευκωσία, καμωμένα από εισαγόμενο Αυστραλιανό αλεύρι ήταν άσπρα (χάσικα). Στη διάρκεια του πολέμου του 1940, υποχρεωτικά σ' όλη την Κύπρο, κατά τη ζύμωση του ψωμιού, έπρεπε να προστεθεί και ανάλογη ποσότητα σταφίδας (Οικονομίδης 2009, 177).

Διατροφική Αξία

Bασική ξηρά τροφή για όλους και ιδιαίτερα για τους φτωχούς.
Σχεδόν κάθε σπίτι είχε τον δικό του φούρνο. Η οικοκυρά ζύμωνε κάθε 10-15 μέρες, ανάλογα με τις εποχιακές δουλειές και ανάγκες, 10-20 ψωμιά και τα διατηρούσε πάνω στην κρεμμαστή κοφινιά μέσα στο δροσερό σώσπιτο. Αν δεν ήταν αρκετά τα ψωμιά, μέχρι να ξαναζυμώσει, δανειζόταν από μια γειτόνισσα ή συγγένισσα, ένα-δυο ψωμιά, τα οποία επέστρεφε όταν ετοιμάζε τα δικά της. Τέτοια ανταλλαγή ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για να τρέφονται με φρέσκα ψωμιά.
Για τον χωρικό και τα παιδιά του το άσπρο ψωμί το «προσφορούιν» όπως το λέγαμε, δεν χρειαζόταν καττίκκιν, δηλαδή συνοδεία ελιάς ή χαλλουμιού. Δεν ήταν λίγοι που στο ένα χέρι κρατούσαν μαύρο ψωμί και στο άλλο ένα κομμάτι προσφορούιν (για καττίκκιν): «Σήμερα έφαα ψουμίν τζ̆αι χαλλούμιν», «σήμερα έφαα ψουμίν τζ̆αι χαλουβάν», «σήμερα έφαα ψουμίν τζ̆αι προσφορούιν» (Οικονομίδης 2009, 177).

Πολλοί, λόγω της φτώχειας, έβαζαν τα ψωμιά έξω στον ήλιο για να ξηραθούν και έτσι να μην καταναλώνουν πολύ ψωμί, να κάνουν οικονομία. Όταν τα ψωμιά μούχλιαζαν έλεγαν στα παιδιά τους «τρώτε ψωμί μουχλιασμένο για να μην αρωθημάτε». Έτσι τα παιδιά και οι ίδιοι έτρωγαν και τα μουχλιασμένα ψωμιά για να μην τα σπαταλούν (Πλατής 1995, 14).

Εορταστικές Περιστάσεις

Την Παρασκευή πριν από τον γάμο ζύμωναν τα ψωμιά, που δεν διέφεραν από το ψωμί που έτρωγαν καθημερινά. «Αν ήταν μιάλος ο γάμος, εκάμναμεν θκυο ή τζ̆αι τρία ζυμάρκα. Εκάμναμεν ώς τα 50 ψουμιά αν ήταν μιτσής ο γάμος τζ̆ι ώς τα 150 αν ήταν μιάλος. Εζυμώνναμεν τα την Παρασκευή» (Μαυροκορδάτος 2003, 330).

Συμβολικές Χρήσεις

Ο Μάης είναι μήνας με μεγάλες μέρες. Παλιά οι άνθρωποι εργάζονταν περισσότερο αυτή την εποχή και έτσι έτρωγαν και πιο πολλές φορές μέχρι και πέντε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Νοουμένου ότι το φαγητό περιλάμβανε πολύ ψωμί, το ξόδευαν γρήγορα, γι’ αυτό έλεγαν:
Ο Μας ο πεποφάς ο ψωμοκαταλύτης: ο Μας κατά τον οποίον τρώνε πέντε φορές και ξοδεύεται το ψωμί (Χατζηαυξέντης 1994, 106).

Όταν θα σηκωνόταν η λεχώνα από το κρεβάτι, μαζεύονταν περίπου οι ίδιες γυναίκες που παρευρίσκονταν στη γέννα και μαζί με τη μαμμή σχημάτιζαν σταυρούς στους τοίχους και στις πόρτες, πιστεύοντας πως έτσι θα προφυλασσόταν η λεχώνα από το κακό. Κατά τη διαδικασία του σταυρώματος κρατούσαν και ψωμί, ολόκληρο, μισό ή ένα κομμάτι μόνο. Πίστευαν ότι το ψωμί και το σιτάρι ήταν ευλογημένα, άρα διώχνουν το κακό.Το ψωμί, που ήταν αποτροπαϊκο, προφύλασσε από κάθε κακό αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και μια προσφορά στα πνεύματα. Μετά το σταύρωμα έβγαινε έξω η λεχώνα και έριχνε το ψωμί σε όποιο άτομο περνούσε απ’ εκεί. Κάτω από το μαξιλάρι της λεχώνας και το μωρού τοποθετούσαν ψωμί για να τους προφυλάσσει αλλά και να τους μεταδίδει την ευλογία, να μην τους λείπει ποτέ το ψωμί. Σε κάποια χωριά εβαζαν το ψωμί μόνο αν χρειαζόταν να φύγουν από κοντά της λεχώνας οπότε θα την προφύλασσε το ψωμί.
Όταν τελείωνε η διαδικασία του σταυρώματος έβγαιναν στο δρόμο για να δώσουν στο άτομο που θα περνούσε το ψωμί του σταυρώματος. Αν το έπιανε άντρας, θα γεννούσε αγόρι η γυναίκα του στην επόμενη της εγκυμοσύνη. Αν το έδιναν σε γυναίκα το επόμενο της παιδί θα ήταν κορίτσι.
Η εγκυμονούσα φρόντιζε να κρατά πάντοτε ένα κομμάτι ψωμί στην τζέπη της για να φάει όταν της μύριζε κάτι. Αφού θεωρούσαν ότι οι μυρωδιές μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμα και διακοπή της εγκυμοσύνης.
Κατά τη διαδικασία του φουρνίσματος του ψωμιού, η έγκυος φρόντιζε να μην αγγίξει πάνω της ο σύρτης του φούρνου και πρόσεχε επίσης να μην τον πατήσει ή να τον δρασκελίσει, γιατί τότε το μωρό θα είχε μαύρο σημάδι στο σώμα του.
Γενικά, απέφευγαν να βάλουν στο σπίτι ζεστό ψωμί γιατί πίστευαν ότι θα προκαλούσαν κακό στο νεογέννητο. Πολύ διαδεδομένη ενέργεια ήταν να κτυπήσουν, μια ή τρεις φορές, δύο ψωμιά ζεστά από την ανάποδη πάνω από το μωρό, μόλις τα ξεφούρνιζαν. Αλλού το συνήθιζαν όταν θα ξεφούρνιζαν πρώτη φορά στο σπίτι με νεογέννητο και αλλού όταν θα έπαιρναν το μωρό επίσκεψη για πρώτη φορά σε ένα σπίτι την ώρα που έβγαζαν τα ψωμιά από το φούρνο. Μερικοί πιστευαν ότι με το κτύπημα των ψωμιών μετέδιδαν στο μωρό τη δύναμη του ψωμιού. Άλλοι θεωρούν ότι έτσι το μωρό θα γίνει ροδαλό, κόκκινο σαν το ψωμί, και άλλοι πιστεύουν ότι, αν δεν το πράξουν, το μωρό τους θα κιτρινίσει, θα έχει πυρετό ή θα αρρωστήσει με παμπακά.
Αν το παιδί αντιμετώπιζε πρόβλημα να περπατήσει ή να μιλήσει, συνήθιζαν να το διακονούν, δηλ. να κρατούν το μωρό σε ένα κοφίνι και να γυρίζουν τα σπίτια του χωριού ζητώντας τους να δώσουν ψωμί να φάει το μωρό. Οι φράσεις που χρησιμοποιούσαν ήταν «δώστε του μωρού του απερπάτητου ψωμί να φάει και να περπατήσει» ή «δώστε του μωρού του αμίλητου ψωμί να φάει να μιλήσει». Τα κομμάτια του ψωμιού έπρεπε να τα φάει το παιδί σε εφτά μέρες. Όσα δεν είχε φάει έπρεπε να τα πάρει σε ένα σταυροδρόμι η μάνα του, να τα ρίξει πίσω της να τα φάει ένας σκύλος. Σε άλλα χωριά στο διακόνισμα του μωρού δε ζητούσαν ψωμί αλλά έδιναν.
Όταν το μωρό ήταν πολύ αδύνατο, το διακόνευαν με τον ίδιο τρόπο. Σε μερικά χωριά τούς έδιναν ψωμί το οποίο έπρεπε να φάει αποκλειστικά το μωρό τις επόμενες εφτά μέρες. Αλλού έριχναν το ψωμί στο σταυροδρόμι για να τα φάει ο σκύλος, οπότε πίστευαν ότι το κακό έφευγε από το παιδί και θεραπευόταν.
Συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο θεωρούσαν ότι αντιμετώπιζαν τον ίκτερο ήταν να κτυπήσουν πάνω από το βρέφος, κατά τη διαδικασία ζυμώματος του ψωμιού για πρώτη φορά, δύο ψωμιά για να διώξει η μυρωδιά το κακό (Πρωτοπαπά 2009, 20, 24, 190-192, 204-206, 217, 331, 335-337, 410, 415-417, 530-534, 572).

Χρονολογία
19ος - 21ος αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Αναφορά Παντελή Τζιάπρα: «Το 1931 ήταν μεγάλη ανομβρία. Αγοράζαμε ψωμί από τον μπακάλη γιατί δεν είχαμε σιτάρι για να ζυμώσουμε στο σπίτι. Έπαιρνα ένα πράτσο [πράτσο,το = δέσμη λινής κλωστής] που έκαμνε με τη ρόκα η μητέρα μου και έπαιρνα τρία ψωμιά. Ένα ψωμί ήταν μια οκά και στοίχιζε ένα γρόσι» (Άππιος 1999, 42).

Η μαμμή λόγω της φύσης της δουλειάς της δεν μπορούσε πολλές φορές να ζυμώσει και για τον λόγο αυτό το ψωμί πολλές φορές ήταν συνηθισμένο είδος αμοιβής για τις υπηρεσίες της. Επειδή οι σχέσεις με τη μαμμή δεν διακόπτονταν σε μερικά χωριά, είχαν καθιερωμένο ότι θα έδιναν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα στη μαμμή τρία ψωμιά (Πρωτοπαπά 2009, 20, 24, 190-192, 204-206, 217, 331, 335-337, 410, 415-417, 530-534, 572).

** Επισυνάπτονται αινίγματα και δοξασίες για το ψωμί, τα οποία κατέγραψε ο ερευνητής Αδάμος Κατσαντώνης .

Βιβλιογραφία

Άππιος Γ. Β. (1999), Αναμνήσεις από την κατεχόμενη Ζώδια. Παραδοσιακά επαγγέλματα, χαρακτηριστικοί τύποι από την καθημερινή ζωή εύθυμες αληθινές ιστορίες, Λευκωσία.

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ, Λευκωσία.

Μαυροκορδάτος Γ. Ι. (2003), Δίκωμο: Το χθες και το σήμερα, Λευκωσία.

Οικονομίδης Ν. Γ. (2009), Η Κατωκοπιά: οι κάτοικοι, οι ρίζες, τα έθιμα, Εκδόσεις THEOPRESS, Λευκωσία.

Πλατής Π. Ν. (1995), Η Δερύνεια και οι ρίζες της: αναδρομή στο παρελθόν, Δερύνεια.

Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.

Χατζηαυξέντης Κ. (1994), Άρδανα Αμμοχώστου, Ι. Γ. Κασουλίδης, Λευκωσία.

Χατζηϊωάννου Κ. (1994), Η Άχνα: γενική επισκόπηση, Συνεργατικό Ταμιευτήριο Άχνας, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Ελένη Χρίστου, Δήμητρα Ζαννέτου, Στάλω Λαζάρου, Σάββας Πολυβίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ