Είδος κόσκινου.
Ονομασία - Χρήσεις
Πρόκειται για είδος κόσκινου (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα πατούριν - πατερόν,το, 391), με μικρές τρύπες (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Πατούρι, 112; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα πατούριν,το, 87). Με το συγκεκριμένο κόσκινο οι χωρικές χωρίζουν το αλεύρι από το σιμιγδάλι (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα πατούριν,το, 87; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα πατούριν,το, 363).
κόσκινο
ΕΤΥΜ. < πάτος [πατός < πατέω = τσαλαπατώ] (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα πατούριν - πατερόν,το, 391; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Πατούρι, 112) + κατάλ. -ούριν, όπως καλαθούριν ή από το πανδούριν (Γιαγκουλλής 2014, λήμμα πατούριν - πατερόν,το, 391)
< ίσως από τη ρίζα του λατ. pator -oris, δηλ. άνοιγμα (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα πατούριν,το, 363)
πληθ. τα πατούρκα, παραγ. ρ. πατουρκάζω, που σημαίνει χωρίζω το σιμιγδάλι από το αλεύρι (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα πατούριν,το, 87)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2014), Θησαυρός της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικός, Ετυμολογικός, Φρασεολογικός και Ονοματολογικός, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,74, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ