
Το εικονιζόμενο σκεύος βρίσκεται στο Ίδρυμα Πιερίδη (Λάρνακα) και προέρχεται από την Κύπρο. Ύψος 16, διάμετρος βάσης 12,8 εκ. Πιάτο βαθύ, σχήμα σώματος κωνικό, λαβές πεπλατυσμένες, ριχτές, βάση απλή, αποκλίνουσα με θηλή στο κέντρο. Κάτω από το χείλος εμπίεστα τοξύλια. Στο σώμα μεγάλο, σχεδόν στρογγυλό άνοιγμα. Σε άλλα σημεία μικρότερες οπές. Εφυάλωση καφεκίτρινη καλύπτει το πιάτο εσωτερικά (Χ. Μπακιρτζής, 1989, σελ. 62, Πίνακες 13 - αρ. 5, και 38γ).

σαλτσάριον ή σαλτσερόν, γαράριον ή γαρερόν
Ονομασία - Χρήσεις
Για να παρασκευάζουν ή να προσφέρουν σάλτσες όπως τον "γάρον" οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ειδικά σκεύη, που ονομάζονταν "σαλτσάρια" ή "σαλτσερά", "γαράρια" ή "γαρερά" και οι Σχολιαστές τα φέρνουν ως επεξηγηματικά των λέξεων "πινάκιον" και "οξύβαφον", που ήταν κατεξοχήν ανοιχτά αγγεία. Οι σάλτσες τρώγονταν ζεστές. Ζεστές τρώγονται και σήμερα οι σάλτσες, γι’ αυτό και προσφέρονται συχνά μέσα σε ειδικά αυτοθερμαινόμενα σκεύη. Τέτοιου είδους αυτοθερμαινόμενα κεραμικά σκεύη έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στην Κύπρο, και χρονολογούνται κυρίως στον 11ο και 12ο αι. μ.Χ. Τα βυζαντινά πήλινα αυτοθερμαινόμενα σκεύη έχουν σχήμα ανεστραμμένου κώνου, με θέση για τη φωτιά στο κάτω μέρος και στο άνω ανοιχτό βαθύ πιάτο (σκουτέλλιον) για την τροφή (Χ. Μπακιρτζής, 1989, σελ. 55).
Σαλτσάριον
Συμπληρωματικές Πληροφορίες & Βιβλιογραφία
Φ. Κουκουλές, 1952. Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, σελ. 40-41. Αθήνα.
Χ. Μπακιρτζής, 1989. Βυζαντινά Τσουκαλολάγηνα, σελ. 55-65. Αθήνα: Έκδοση Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, 1999. Επιτραπέζια και Μαγειρικά Σκεύη από τη Μεσαιωνική Κύπρο, σελ. 8. Λευκωσία: Λιθογραφία Ζαβαλλή Λτδ.
Αθανάσιος Βιώνης