Ονομασία - Προέλευση
άνηθο, άνηθος
Καλλιεργήσιμο μονοετές φυτό, ύψους 20-80εκ. Τα φύλλα του είναι πτερωτά νηματοειδή, τα άνθη του κίτρινα, ο βλαστός του γραμμωτός και η ρίζα του γογγυλώδης (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα άνεθον ή άνηθος, 185).
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης ορίζει το άνηθο/τον άνηθο ως αρωματικό φυτό που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον μαϊντανό και χρησιμοποιείται φρέσκο στη μαγειρική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα άνηθος,ο, 185).
ΕΤΥΜ. Ο Μπαμπινιώτης σημειώνει πως η λέξη άνηθος δεν έχει πληθυντικό και την ετυμολογεί ως εξής: < αρχ. ἄνηθον, αγν. ετύμου πιθ. δάνειο ασιατικής προέλ. (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα άνηθος,ο, 185).
Επιστημονική ονομασία:
Άνηθον το βαρύοσμον - Anethum graveolens («έντονο άρωμα») της οικογένειας Σκιαδανθών (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα άνεθον ή άνηθος, 185).
Χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως άρτυμα (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα άνεθον ή άνηθος, 185).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Κατά την αρχαιότητα, παρασκεύαζαν από τα άνθη του το «ανήθινον μύρον». Επίσης παρασκεύαζαν αιθέριο έλαιο από τους καρπούς του, το οποίο ήταν μυοχαλαρωτικό και χρησιμοποιούνταν από τους αθλητές για επάλειψη (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα άνεθον ή άνηθος, 185).
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος