Η αγριοκουμαριά.
Ονομασία - Προέλευση
αγριοκουμαριά, ακανανθώδης θάμνος (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αντράκλα - αντρουκλιά,η - άντρακλος,ο, 63)
«Μεγάλος αειθαλής θάμνος. Ο φλοιός είναι ομαλός κόκκινου χρώματος. Τα φύλλα έχουν λεία επιφάνεια. Οι καρποί είναι στρογγυλοί, κόκκινοι, διαμέτρου ενός εκατοστομέτρου περίπου, με ανώμαλη επιφάνεια» (Σαββίδης 1999, 24).
Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του αναφέρει πως η αντρουκλιά είνσι αειθαλές φυτό, θάμνος και δέντρο της οικογένειας των ερεικωδών και είδος κομάρου (Arbutus Unedo) αυτοφυές στη Μεσόγειο. Ο φλοιός του κορμού και των κλαδιών του έχουν κόκκινο χρώμα, όπως και ο σφαιρικός καρπός του (Κυπρή 1989, λήμμα αντρουκλιά,η, 332).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του αναφέρει πως πρόκειται για άγριο χαμαικέρασο (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα αντρουκλιά,η, 51).
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του αναφέρει πως πρόκειται για δασικό δέντρο (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αντρουκλιά,η, 53).
ΕΤΥΜ. < ανδράχνη, με τροπή του ν > λ (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αντράκλα - αντρουκλιά,η - άντρακλος,ο, 63)
Επιστημονική ονομασία: Arbutus andrachne (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αντράκλα - αντρουκλιά,η - άντρακλος,ο, 63)
Κόμαρος, λατ. Arbutus. Ανήκει στην τάξη των Ερεικωδών. Στην Κύπρο αυτοφύονται δύο είδη: η Arbutus adrachne και η Arbutus vneto (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αντρουκλιά,η, 224)
Ο Φαρμακίδης σημειώνει πως στον πληθυντικό η λέξη γίνεται οι αντρουκλιές και η επιστημονική του ονομασία είναι Κόμαρος η Ανδράχλη (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα αντρουκλιά,η, 53).
Ο Λουκάς σημειώνει πως κατά τους αρχαίους ονομαζόταν ανδράχνη, ανδράχλη, άνδραχνος, άνδραχλος, τα οποία σήμαιναν (όπως και για τους σημερινούς Έλληνες) το κηπευτικό λάχανο, την άντρακλαν (γλυστρίδα) Παυσανίας 9, 22 (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα αντρουκλιά,η, 51).
Οι καρποί της αντρουκλιάς καταναλώνονται (ωμοί) (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αντρουκλιά,η, 224).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Το ξύλο της αντρουκλιάς είναι χρήσιμο για την κατασκευή ξυλανθράκων (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα αντράκλα - αντρουκλιά,η - άντρακλος,ο, 63).
Πέραν της χρήσης του ως καύσιμη ύλη, από αυτό κατασκευάζονται και πολλά αντικείμενα ξυλουργικής (Κυπρή 1989, λήμμα αντρουκλιά,η, 332).
Παλαιότερα το ξύλο της εχρησιμοποιείτο για την κατασκευή ξύλινων κουταλιών, αδραχτιών και άλλων αντικειμένων. Από τα άνθη της παράγεται κατώτερης ποιότητας μέλι. Τα φύλλα της καταναλώνονται από τα κατσίκια (Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, λήμμα αντρουκλιά,η, 224).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Παυλίδης Α. (επιμ.) (1985), Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 2, Φιλόκυπρος, Λευκωσία.
Σαββίδης Λ. (1999), Αγριόχορτα που τρώγονται: Από τη χλωρίδα της Κύπρου, Print today, Λευκωσία.
Κυριακή Παντελή, Αργυρώ Ξενοφώντος