Η μελιτζάνα.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για χορταρικό με σκούρο μωβ χρώμα (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βαζάνι, 30).
ΕΤΥΜ. Σύμφωνα με την Ευγενία Πέτρου-Ποιητού προέρχεται από το γαλλικό basane, που σημαίνει σκούρο δέρμα, ηλιοκαμένο. Προέρχεται από την προβηκιανή λέξη basane. Στην ισπανική η λέξη είναι badana, στην αραβική bitana, που σημαίνει φοδράρισμα, όπου χρησιμοποιούνταν σκούρο δέρμα αρνιού. Στη σανσκριτική είναι vadin gana, στην περσική badigan, στην αραβική al badngen, στην οθωμανική badincan (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βαζάνι, 30).
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γ. Γιαγκουλλή η λέξη προέρχεται από το βυζ. βαζιζάνιον, με απλολ. < αραβ. bādincān - περσ. bādingān (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βαζάνιν,το, 92).
«Ούλλους έν' ψυσ̆ή, εμέναν έν' βαζάνι;»: λέγεται για δυσμενή μεταχείριση (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Βαζάνι, 30).
Τρώγεται μαγειρεμένος (ψητός στον φούρνο ή στη σχάρα, τηγανητός ή βραστός) και αποτελεί βασικό υλικό σε λαδερά φαγητά (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα μελιτζάνα,η, 1069).
** Για τη συνταγή των βαζανιών, βλ. λήμματα βαζάνια γιαχνίν,τα, βαζάνια με πατάτες,τα, βαζάνια μοβ βαρκούλα,τα και βαζάνια ρολό, γεμιστά με χαλλούμιν,τα στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος