γρούτα,η

Είδος χυλού, έδεσμα.





Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
γρούτα
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για είδος σούπας που παρασκευαζόταν με αλεύρι και νερό (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γρούτα,η, 128; Κυπρή 1989, λήμμα γροῦτα,η, 20; Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 269-270) / χυλός (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Γρούτα, 39; Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γρούτα,η, 128) / μουσταλευριά (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γρούτα,η, 128; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα γροῦτα,η, 122) / έδεσμα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα γροῦτα,η, 60).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < αρχ. γρύτη (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γρούτα,η, 128), μεσν. λατ. grutum (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα γρούτα,η, 128; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Γρούτα, 39)

Η γρούτα προέρχεται από τη λέξη γρύτη, που πάει να πει μικρό και άχρηστο απόρριμα, διότι παρασκευάζεται από αλεύρι και άχρηστους μούστους και εψήματα. Φαίνεται, όμως, ότι προέρχεται και από τη λέξη γρυτ, ήχος κατά το ανακάτωμα της κατασκευής αυτής, όπως φαίνεται και στο ανάλογο γαλλ. crotte, που σημαίνει πηλός, λάσπη (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα γροῦτα,η, 122).

Μέθοδος Εξασφάλισης
Άλλο
Μέθοδος Επεξεργασίας

Στην απλούστερη μορφή της ήταν νερό βρασμένο με αλευρί και τσιγαρισμένα κομμάτια ψωμιού ή ψωμί με κρεμμύδι, όπως αναφέρεται στα χωριά Τραχώνι, Κυθρέα, Μια Μηλιά, Μαραθόβουνος, Πυρόι, Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας.
Σε άλλα χωριά, όπως το Ριζοκάρπασο, έβαζαν πρώτα το λάδι, τηγάνιζαν κομμάτια ψωμιού, πρόσθεταν νερό και όταν ζεσταινόταν, έβαζαν αλεύρι ή σιμιγδάλι και το ανακάτευαν μέχρι να γίνει χυλός. Άλλες φορές, αντί του ψωμιού τηγάνιζαν ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Στην Καλογραία, αντί ψωμί, πρόσθεταν στο λάδι μικρά μακαρόνια.
Μια άλλη παραλλαγή της γρούτας γινόταν στη Χάρτζ̆ια, όπου μαζί με το αλεύρι έβραζαν και λίγο σιτάρι αδρό.
Σε μερικά χωριά πρόσθεταν ζάχαρη στη γρούταν. Στην Άσσια αναφέρεται ότι έβραζαν το νερό με το αλεύρι και πρόσθεταν ροδόσταγμα και ζάχαρη.
Σε χωριά που είχαν έψημαν, έφτιαχναν τη γρούταν με αλεύρι και έψημαν (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 269-270).

Διατροφική Αξία

Τη γρούταν την έφτιαχναν συνήθως το πρωί και αποτελούσε το πρόγευμα της οικογένειας (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 270). Αποτελούσε και ένα πρόχειρο φαγητό που καταναλωνόταν όλες τις ώρες από τις φτωχότερες οικογένειες (Κυπριανού 1992, 70).

Χρήση από Ηλικιακές Ομάδες
Άλλη Ομάδα
Χρονολογία
19ος - 20ός αι.
Συμπληρωματικά Στοιχεία

Κάτι παρόμοιο με τη γρούτα είναι και η σιμιθκιά, που γίνεται είτε μόνη της είτε με κουκκουρούδκια, δηλαδή τηγανισμένα κομμάτια ψωμιού. Ψήνουν φιδέ ή πλιγούρι και προσθέτουν μετά αλεύρι και τα βράζουν μαζί, ώσπου να γίνουν χυλός (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 270).

Οι αρχαίοι τη γρούτα την ονόμαζαν αθάρη και, για να τη φτιάξουν, χρησιμοποιούσαν ξεφλουδισμένο σιτάρι ή κριθάρι, βρασμένα σε γάλα. Επίσης, την αποκαλούσαν και πολτό, που ήταν ζωμός από αλεύρι και λίπος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα γροῦτα,η, 122).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.

Κυπριανού Π. Χρ. (1992), «Λαογραφικά του Παλαίκυθρου», Λαογραφική Κύπρος 42 (παράρτημα), 1-101.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Βαρβάρα Γιάγκου, Δήμητρα Δημητρίου, Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος