Είδος νηστήσιμης σούπας.
Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για είδος νηστήσιμης τροφής (σούπας), κοινώς τριφτάριν (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κουρτουλλοπορτός - κουρτουλόπορτος,ο - κουρτουλλοπορτού,η, 234).
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του επισημαίνει πως είναι έδεσμα με σφαιρίδια από ζυμάρι, που ψήνεται σαν σούπα (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κουρτουλλόπορτος,ο, 394).
ΕΤΥΜ. < κουρτούλλιν + πορτός (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κουρτουλλοπορτός - κουρτουλόπορτος,ο - κουρτουλλοπορτού,η, 234; Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κουρτουλλόπορτος,ο, 394), αντί πολτός, δηλ. πολτός από κουρτούλλια. Κουρτούλλια σημαίνει σφαιρίδια όμοια με σπυριά (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κουρτουλλόπορτος,ο, 394).
< αρχ. κορδύλι [σπυρί + πολτός] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κουρτουλόπορτος, 70)
Η ονομασία κουρτουλλόπορτος αποδίδει ακριβώς το είδος του παρασκευάσματος. Το πρώτο συνθετικό είναι η αρχαία λέξη κορδύλη, που σημαίνει το εξόγκωμα, και το δεύτερο συνθετικό είναι η λέξη πολτός (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 268).
Σε μερικά χωριά έλεγαν το παρασκεύασμα κουρδουλόγρουτας και σε άλλα, όπως το Λευκόνοικο και την Άσσια, τα κουβαρούδκια τα έλεγαν γρούταν.
Σε χωριά της Πάφου, όπως την Ίνια, το είδος αυτό του ζυμαρικού το έλεγαν τριφτάριν.
Σε χωριά της Λεμεσού τα κουβαρούδκια που σχηματίζονταν από το αλεύρι ονομάζονταν κορκότζ̆ια (Κυπρή - Πρωτοπαπά, 269).
Ψηνόταν ως σούπα, αφού τηγάνιζαν λεπτοτριμμένο ψωμί και ψιλοκομμένο κρεμμύδι (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κουρτουλλόπορτος,ο, 394). Το συνήθιζαν στην Καρπασία: έκαναν τηγάνιση με κρεμμύδια και ζυμάρι σε βώλους, νερό και ζωμό από κοτόπουλο (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κουρτουλλοπορτός - κουρτουλόπορτος,ο - κουρτουλλοπορτού,η, 234).
Ράντιζαν το αλεύρι με λίγο νερό και τις μικρές μπάλες που σχηματίζονταν τις έβραζαν με νερό. Στη συνέχεια, τηγάνιζαν κομμάτια ψωμιού και τα πρόσθεταν.
Στο Ριζοκάρπασο έψηναν τον κουρτουλλόπορτον και μέσα στο γάλα αντί σε νερό, προσθέτοντας και πάλι τηγανισμένα κομμάτια ψωμιού.
Σε άλλα χωριά, όπως στην Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, τα κουβαρούδκια ήταν κάτι διαφορετικό. Ζύμωναν αλεύρι, πλιγούρι και μάραθο, τα έπλαθαν και τα έβραζαν σε νερό (Κυπρή - Πρωτοπαπά 2003, 268-269).
** Για τη συνταγή του κουρτουλλόπορτου, βλ. λήμμα κουρτουλλόπορτος,ο στην κατηγορία Παραδοσιακές Συνταγές.
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Ο κουρτουλοπορτός συνηθιζόταν κυρίως σε περιόδους νηστείας. Στη περιοχή του Ριζοκαρπάσου σε περιόδους μη νηστείας έβραζαν το μείγμα σε κατσικίσιο γάλα και το σέρβιραν με χαλλούμιν (Σαμαράς 1992, 84).
Ο κουρτουλοπορτός ήταν ένα πρόχειρο παρασκευάσμα, γι΄αυτό και δεν συνηθιζόταν η κατανάλωση του σε εορταστικές περιστάσεις.
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σαμαράς Π. Μ. (1992), «Παραδοσιακές τροφές από ζυμάρι», Λαογραφική Κύπρος 22,42, 83-86.
Στάλω Λαζάρου, Βαρβάρα Γιάγκου, Δήμητρα Δημητρίου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ