Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
Κάρταμον
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή
Αυτοφυές , εδώδιμο χόρτο όμοιο με τον πήγανο. Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 307)
Γλωσσικές Παρατηρήσεις
Πληθ. τα κάρταμα.Συνατάται και ως α΄ συνθετικό. Στο ρ. καρταμοθωρώ, το οποίο δηλώνει οπτική απάτη. «εχτές ειδά σε έσσω του Γιαννή» «Εμέναν; Αλώπως εκαρταμοθώρες» Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 307)
Μέθοδος Εξασφάλισης
Συλλογή
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Διατροφική Αξία
Τρώγεται ως σαλατικό. Γίνονται και ξυδάτα. Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 307)
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Χρονολογία
19ος-20ος αιώνας
Συμπληρωματικά Στοιχεία
Λαϊκή φράση: « Όσον μισώ τα κάρταμα, ‘ς τα γένεια μου βλαστούσιν» Φαρμακίδου ΞΠ (2003, σελ. 307)
Βιβλιογραφία
Φαρμακίδου ΞΠ (1983). Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, [Υλικά διά την σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου, μέρος Β', έκδ. Θεοφανώς Δ. Κυπρή], Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 2η έκδ, 2003.
Ερευνητής/Καταχωρητής
Στάλω Λαζάρου