Ονομασία - Προέλευση
Πρόκειται για κομμάτι ψωμιού που το κάνουν παξιμάδι, βάζοντάς το στον φούρνο δεύτερη φορά (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καυκαλλιά,η, 197).
Η Ευγενία Πέτρου-Ποιητή σημειώνει πως είναι μοιρασμένο ψωμί στο ύψος, το οποίο έβαζαν στον φούρνο για να ξεροψηθεί (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καφκαλιά, 56).
Είναι ο άρτος διπυρίτης (Κυπρή 1989, λήμμα καυκαλλιά,η, 468), ήμισυς ή και σώος (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καυκαλλιά,η, 212): «βρέξε μιάν καυκαλλιάν, νά φᾶμεν». Τα αποξηραμένα αυτά ψωμιά ονομάζονται καυκαλλιές, επειδή μοιάζουν και στο σχήμα και στη σκληρότητα με καύκαλο, όστρακο (Κυπρή 1989, λήμμα καυκαλλιά,η, 468).
ΕΤΥΜ. < καυκάλλιν < αρχ. καύκος > βυζ. καύκη + κατάλ. -άλλιν (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καυκαλλιά,η, 197).
Καυκαλλιά ονομάζεται και το οστρακόδερμα του κάβουρα (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα καυκαλλιά,η, 197; Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καυκαλλιά,η, 212), καθώς και το κακάδι πρήσματος ή πληγής (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα καυκαλλιά,η, 212).
Οι καυκαλιές παρασκευάζονταν, αφού έκοβαν το ψωμί οριζόντια-κατά μήκος- σε δύο κομμάτια. Τοποθετούσαν τα κομμάτια αυτά σε φούρνο, μέχρι να αποξηρανθούν: «Οἱ χωρικοί, ὃταν θέλουν νά κάμουν διπυρίτην, μόλις ἐξαχθοῦν τά ψωμιά ἀπό τόν φοῦρνον, διά μαχαιρίου σχίζουν εἰς τό μέσον ἓνα ἓκαστον καί τό διαιροῦν εἰς δύο μέρη, ἔπειτα τά εἰσάγουν ἐκ δευτέρου εἰς τόν φοῦρνον καί τά ἀφίνουν μέχρι τῆς ἑπομένης, διά νά ἀποξηρανθοῦν διά τῆς πυρᾶς τοῦ φούρνου» (Κυπρή 1989, λήμμα καυκαλλιά,η, 468).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Οι καυκαλιές από κριθάρι θεωρούνταν πιο εύγεστες.
Οι καυκαλιές φυλάγονταν σε καλάθια και διατηρούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα (Κυπριανού 1970, 12)
Μετέτρεπαν το ψωμί σε καυκαλιές για να διατηρηθούν και να μην ευρωτιάσουν (μουχλιάσουν), επειδή ξηραινόταν το άμυλο (Σταυρινού 1993, 100-101).
«Ο κλέφτης την μιαν καφκαλιά πας την άλλην εν την αξιώννεται»: ο κλέφτης δεν αξιώνεται να έχει συνέχεια και το πιο φτηνό τρόφιμο (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Καφκαλιά, 56).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
«Κόπτουσιν τον άρτον οριζοντίως εις δύο τεμάχια, τα οποία επαναθέτουσι εις τον κλίβανον. Γλυκύτατες θεωρούνται οι κρίθινες» (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα καυκαλιάη,η, 16).
Καυκαλιά είναι το καπυρισμένο ψωμί. Ο διπυρίτης άρτος. Έπαιρναν τα ψωμιά τα έκοβαν από τη μέση κυκλικά, σε σχήμα ακριβώς καυκάλου - οστράκου χελώνας, γι' αυτό και τα έλεγαν καυκαλιές - και τα ξανατοποθετούσαν πίσω στον μόλις πριν λίγο πυρακτωθέντα φούρνο. Τα έβγαζαν την άλλη μέρα, οπότε το άμυλο στο ψωμί ξηραινόταν και σκληρυνόταν τόσο πολύ, που πολύ δύσκολα μπορούσε να το μασήσει κανείς, αν δεν το έβρεχε προηγουμένως αρκετά στο νερό (Σταυρινού 1993, 100-101).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Κυπριανού Χ. Στ. (1970), Μερικές κυπριακές τροφές του χωριού Τσακκίστρα, Εκδόσεις Γυμνασίου Λαπήθου, Λάπηθος.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Σταυρινού Αντρέας Δ. (1993), Το Πραιτώρι της Πάφου -της Κύπρου- : κοινωνικό-ιστορικό-λαογραφική μελέτη κι έρευνα.
Στάλω Λαζάρου, Δημητρίου Δήμητρα, Ελένη Χρίστου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ