Ονομασία - Προέλευση
Ο κόλιαντρος ή κολίανδρο είναι ποώδες αρωματικό φυτό, του οποίου τα φύλλα και οι καρποί χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, τη ζαχαροπλαστική και τη φαρμακευτική (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κολίανδρο και κορίανδρο,το, 916).
ΕΤΥΜ. < μτγν. κολίανδρον < κορίανδρον (με παρετυμ. επίδρ. της λ. ἀνήρ, ἀνδρός) < αρχ. κορίαννον (Μπαμπινιώτης 2005, λήμμα κολίανδρο και κορίανδρο,το, 916)
< γαλλ. coriandre < λατ. corriandrum < κορίανδρος (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κόλιαντρος, 62)
Επιστ. ονομασία: coriandrum sativum (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κόλιαντρος,ο, 211)
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό τους σημειώνει πως θεωρείται δυσοίωνο να διασκελίσουν τον κόλιαντρο, διότι, έχοντας μαγική δύναμη, προκαλεί έριδες και φιλονικίες. Μάλιστα, υπάρχει και η εξής παροιμία: «Κουκκίν κόλιαντρον ’ς τήν μέσην σας [’ς τήν μέσην σας = στο μέσο σας ή μεταξύ σας] καί νά ’ν’ [’ν’ = είναι] καί μαεμένος [μαεμένος,ο = ο μαγεμένος]» (Κυπρή 1979 [2002²], κόλιαντρος,ο, 226).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Μπαμπινιώτης Γ. (2005), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, Ορθογραφικό, Ετυμολογικό, Συνωνύμων-Αντιθέτων, Κυρίων Ονομάτων, Επιστημονικών Όρων, Ακρωνυμίων, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Τόνια Ιωακείμ, Αργυρώ Ξενοφώντος