κούκκουρον - κουκκουρού(δ)ιν,το

Παξιμάδι που έφτιαχναν το Πάσχα / Τριμμένο ψωμί τηγανισμένο στο λάδι.



Ονομασία - Προέλευση
Κυπριακή Ονομασία
κούκκουρον, κουκκουρού(δ)ιν
Ελληνική Ονομασία - Περιγραφή

Πρόκειται για παξιμάδι που συνήθιζαν να φτιάχνουν το Πάσχα / τριμμένο ψωμί ή ψίχουλο τηγανισμένο στο λάδι (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κούκκουρον - κουκκουρού(δ)ιν,το, 223).

Γλωσσικές Παρατηρήσεις

ΕΤΥΜ. < τουρκ. kuri, kuru (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κούκκουρον - κουκκουρού(δ)ιν,το, 223)
< κορώνω [καίω] (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κούκκουρο, 67)

Κουκούρκα ή κουκκούργγα ονομάζονται, σύμφωνα με τον Γεώργιο Λουκά, τα παξιμάδια στη Μεσαορία (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κουκκούρκα,τα, 240).

Βιβλιογραφία

Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.

Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.

Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.

Ερευνητής/Καταχωρητής

Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ