Κυβικά παξιμάδια: που ετοίμαζε κάθε υποψήφια μητέρα ως κεραστικό για το νεογέννητο / που προσφέρονταν στους γάμους / που παρασκευάζονταν τα Χριστούγεννα.
Ονομασία - Προέλευση
Είναι τα παξιμάδια, τα οποία γίνονται κατά τα Χριστούγεννα και όταν αναμένεται τοκετός και τα οποία χρησιμοποιούνται ως κεραστικό (Κυπρή 1989, λήμμα κούμουλλα,τα, 30; Γιαγκουλλής 2009, λήμμα κουμουλ(λ)ιά,η - κούμουλλα,τα, 227).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του σημειώνει πως είναι είδος γλυκύσματος/πίτας που προσφέρεται σε βαπτίσεις και μετά τον τοκετό από τις λεχώνες (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούμουλ(λ)α,τα, 243). Έτσι ονομάζονται, επίσης, και τα στρογγυλά κουλούρια των γάμων (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούμουλ(λ)α,τα, 243), τα οποία ήταν περασμένα σε κλωστή (Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κούμουλα, 68).
Ο Ξενοφών Π. Φαρμακίδης στο Γλωσσάριό του διευκρινίζει πως τα κούμουλλα ήταν τα κεραστικά που προσφέρονταν μετά τον τοκετό στις παρευρισκόμενες γυναίκες (Κυπρή 1983 [2003²], λήμμα κούμουλλα,τα, 167).
ΕΤΥΜ. λατ. cumulus = σωρός (Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούμουλ(λ)α,τα, 243; Πέτρου-Ποιητού 2013, λήμμα Κούμουλα, 68), για την αφθονία ή το στρεμμένο της κατασκευής του ψωμιού. Απ' εδώ προέρχεται και η αστεία παροιμία για μελλοντική νύφη:
«γιά παπᾶς νά στεφανώσῃ,
γιά παπᾶς εὐχήν νά δώσῃ,
γιά γυρισταρκάν νά κάμνουν,
γιά τά κούμουλλα νά τρῶσιν»
(Κυπρή 1979 [2002²], λήμμα κούμουλ(λ)α,τα, 243).
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ερωτόκριτο, η λέξη ίσως παράγεται από το cumulare, που σημαίνει συσσυρεύω, καθότι τα παξιμάδια προσκολλώνται το ένα προς το άλλο και αποτελούν σωρό, ο οποίος λέγεται κουμουλλιά (Κυπρή 1989, λήμμα κούμουλλα,τα, 30).
Στα κούμουλλα δίνονταν διάφορες ονομασίες όπως λεχουζούδκια, λουχουσούδκια, λιχουζούδκια, λιφουζούδκια, λιχουζέματα, κουλλουρόπουλλα, ποξιμάδια ή ποξιμάδκια της λιχούσας, αφού συνηθίζονταν μετά το τοκετό (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003,166).
Τα παξιμάδια αυτά έχουν διάφορες ονομασίες ανάλογα με την περιοχή κατασκευής τους. Τα συναντάμε ως κουμούλια, κουλουρόπουλλα, δακτυλιές ή δάκτυλα, κούκκουρα, κουράδκια. Κούμουλλα του Χριστού ή της Παναγίας ή λεχουζιές της Παναγίας ονομάζονταν τα κούμουλλα που έφτιαχναν τα Χριστούγεννα για την Παναγία, τη λεχώνα (Πρωτοπαπά 2009, 33-34, 90, 181, 208, 292-302, 316, 331, 333).
Μπουγανίκια ή κάκανα ονομάζονται στην Θράκη (http://alex.eled.duth.gr/fournoi/texts/17.htm).
Για τη παρασκευή τους οι γυναίκες έπλαθαν ορθογώνια κομμάτια από ζύμη, τα χάρασσαν σε μικρά κομμάτια, τα έψηναν στον φούρνο, τα έκοβαν και τα περνούσαν σε κλωστή (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 88).
Τα κούμουλλα διέφεραν από τα συνηθισμένα παξιμάδια σε σχήμα και μέγεθος. Η νοικοκυρά έφτιαχνε με τη ζύμη των σησαμωτών ένα χοντρό κορδόνι ζυμάρι, το πασπάλιζε με σησάμι, το έκοβε σε κομμάτια και μετά ένωνε και πάλι τα κομμάτια. Ανάλογα με την τοπική παράδοση, πασπάλιζαν τα κούμουλλα, εκτός από σησάμι, και με μαυρόκοκκο ή γλυκάνισσο. Σε κάποια χωριά πίστευαν ότι, αν έβαζαν σησάμι, το παιδί θα είχε ψείρες. Στη ζύμη μπορούσε να προσθέσουν ζάχαρη και μπαχαρικά. Τα χάραζαν σε μικρά και ίσια κομμάτια, θεωρώντας οτι έτσι θα είναι και το μωρό όμορφο, χωρίς ψεγάδι. Τα έψηναν στον φούρνο, τα έβγαζαν και τα έκοβαν με το χέρι στα σημεία που τα είχαν χαράξει, τα ράντιζαν και τα ξανάβαζαν στον φούρνο να γίνουν παξιμάδια.Σε μερικά χωριά, όταν τα έψηναν, τα περνούσαν σε κλωστή (κλωθαρκά, κλωσταρχά, γαλαταρκά, γαλάτα), πριν τα βάλουν στον φούρνο τη δεύτερη φορά, ή αλλού τα περνούσαν σε καλάμι. Αυτό γινόταν για την πιο εύκολη μεταφορά τους (Πρωτοπαπά 2009, 33-34, 90, 181, 208, 292-302, 316, 331, 333).
Λειτουργικός Συμβολικός Ρόλος
Τα «κούμουλλα» ήταν κυβικά παξιμάδια, που ετοίμαζε κάθε υποψήφια μητέρα, τα περνούσε σε κλωστή συνήθως 4 ή κάποτε πιο πολλά ανάλογα με το μέγεθος, και με αυτά φίλευε όσους πήγαιναν να της ευχηθούν για το νεογέννητο (Λεοντίου 1983, 176).
Στο Βαρώσι αναφέρεται ότι τα λιχουζούδκια ετοιμάζονταν ειδικά για τη λεχώνα. Προσφέρονταν στους επισκέπτες που πήγαιναν να ευχηθούν για το νεογέννητο (Μιχαηλίδη 1970, 116).
Κούμουλλα μαζί με κρασί προσέφεραν και στην εκκλησία μετά τον γάμο ενός ζευγαριού (http://www.flassou.org/customs.shtm).
Οι έγκυες γυναίκες πριν το τοκετό ετοίμαζαν κουλούρια που ονομάζονταν κούμουλλα και τα πρόσφεραν στους επισκέπτες πριν και μετά τον τοκετό (Χατζιωνάς 1971, 120). Στη συνέχεια, τα παξιμάδια τα περνούσαν σε κόκκινη κλωστή ή τα έβαζαν σε πιάτο και τα σκέπαζαν με ένα κόκκινο μαντήλι. Στην Άλωνα τα πρόσφεραν στον ανάδοχο (νονό) του παιδιού ως προειδοποίηση ότι θα πρέπει να προετοιμαστεί για τη βάπτιση του παιδιού (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 166). Ακόμα, δίνονταν στη μαμμή και στον ιερέα ως δώρο (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 171).
Πίστευαν ότι είχαν ξεχωριστή ιδιότητα, που βοηθούσε τα δόντια τους να γίνουν πιο σφικτά (Πρωτοπαπά 2009, 33-34, 90, 181, 208, 292-302, 316, 331, 333).
Στα χωριά της Πάφου ως καλέσματα αντί για γλισταρκές έφτιαχναν ποξαματούδκια, παρόμοια με τα κούμουλλα. Με τα κουλούρια αυτά και με λίγο κρασί τα νεαρά ζευγάρια προσκαλούσαν τους συγγενείς και τους φίλους στον γάμο τους (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 184).
Την ημέρα της ονομαστικής εορτής κάποιου, σε μερικά χωριά της Κύπρου πρόσφεραν στον κόσμο κούμουλλα (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 81).
Σε πολλά χωριά, τα Χριστούγεννα οι γυναίκες παρασκεύαζαν τα κούμουλλα ή λεχουζούδκια της Παναγίας (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 88).
Ακόμα, το Μ. Σάββατο μετέφεραν στην εκκλησία κούμουλλα και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τα μοίραζαν στον κόσμο με κρασί (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 132).
Η ετοιμόγεννη γυναίκα τα ζύμωνε 8-15 μέρες πριν τη γέννα. Τα φύλαγε σε μεγάλα σακούλια, σε καλάθι ή σε κόφα. Τα παξιμάδια αυτά τα κερνούσε σε όσες γυναίκες βρισκόντουσαν εκεί την ημέρα της γέννας. Μπορούσε να τα κερνούν μόνα τους ή μαζί και με χαλλούμιν. Σε πιο παλιές εποχές τα κερνούσαν με κρασί για να τα βουτούν μέσα. Σε κάποιες άλλες περιοχές τα κρέμμαζαν στο κρεβάτι της λεχώνας για να τα κόψουν οι συγγενείς και να τα φάνε αμέσως μετά τον τοκετό. Τα κούμουλλα δίνονταν και ως δώρο στον παπά που έδινε την ευχή του στη λεχώνα και στη μαμμή.Τα κούμουλλα προσφέρονταν μετά τη γέννηση κάθε παιδιού. Κάποιες φορές αποτελούσε κέρασμα και στις βαπτίσεις. Επίσης, τα κούμουλλα πολλές φορές μπορούσαν να πάρουν τη θέση του ψωμιού κατά τη διάρκεια του σταυρώματος (Πρωτοπαπά 2009, 33-34, 90, 181, 208, 292-302, 316, 331, 333).
Η κλωστή στην οποία περνούσαν τα κούμουλλα έπρεπε να έχει κόκκινο χρώμα, όπως και το μαντήλι, αφού το κόκκινο χρώμα συμβόλιζε τη νέα ζωή (Κυπρή - Πρωτόπαπα 2003, 166).
Κατά τη διάρκεια του σταυρώματος, του σχηματισμού δηλ.σταυρών στο σπίτι της λεχώνας, οι οποίοι θα την προφύλασσαν από το κακό, πολλές φορές τη θέση του ψωμιού έπαιρναν τα κούμουλλα. Τα κρατούσαν σε ένα πανέρι και τα άφηναν μετά το σταύρωμα στην εξώπορτα να πάρουν όσοι θα περνούσαν από εκεί και να πάρουν έτσι το κακό, που είχε πια μπει στα κούμουλλα, μακρυά (Πρωτοπαπά 2009, 33-34, 90, 181, 208, 292-302, 316, 331, 333).
Συμπληρωματικές Πληροφορίες - Βιβλιογραφία
Συνήθως, πάνω στις κλωστές περνούσαν περιττό αριθμό κούμουλλα. Τις δύο κλωστές με τα περισσότερα κούμουλλα τις έδιναν στον ιερέα και στη μαμμή. Σε κάποια χωριά ο αριθμός των κουμούλλων είχε σχέση με το φύλο του παιδιού. Αν ήταν γιος έδιναν 5 ή 7, ενώ αν ήταν κόρη έδιναν 4 ή 6. Αλλού έδιναν αυστηρά περιττό αριθμό, 5 αν ήταν κόρη και 7 αν ήταν γιος (Πρωτοπαπά 2009, 33-34, 90, 181, 208, 292-302, 316, 331, 333).
Γιαγκουλλής Κ. Γ. (2009), Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών,70, Εκδόσεις Theopress, Λευκωσία.
Λεοντίου Ν. (επιμ.) (1983), Άσσια. Ζωντανές μνήμες, βαθιές ρίζες, μηνύματα επιστροφής, Πολιτιστικός Σύνδεσμος «Η Άσσια», Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1979 [2002²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Α΄, Γλωσσάριον Γεωργίου Λουκά, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLI, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. Δ. (επιμ.) (1989), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Γ΄, Γλωσσάριον Ιωάννου Ερωτοκρίτου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XIV, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII, Λευκωσία.
Κυπρή Θ. και Πρωτοπαπά Κ. (2007), «Κυπριακά παραδοσιακά ζυμώματα», Φούρνοι και παραδοσιακά ζυμώματα στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο (Πρόγραμμα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος), Θήρα, 261-278.
Μιχαηλίδη Α. Μ. (1970), Το παλιό Βαρώσι : εικόνες μιας εποχής, Σταύρου Π. (επιμ.), Λευκωσία.
Πέτρου-Ποιητού Ε. (2013), Από πού κρατάει η σκούφια τους. Λέξεις και ιστορίες από τον κόσμο της γεύσης, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία.
Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX, Λευκωσία.
Χατζηιωνάς Σ. (1971), «Το φαγητό στην Άλωνα», Λαογραφική Κύπρος 1,3, 118-121.
Διαδικτυακές πηγές:
http://alex.eled.duth.gr/fournoi/texts/17.htm
http://www.flassou.org/customs.shtm
Πηγή φωτογραφίας:
«Κούμουλλα ή Λεχουζούδκια» (Κυπρή και Πρωτοπαπά 2007, 274)
Ελένη Χρίστου, Δήμητρα Δημητρίου, Δήμητρα Ζαννέτου, Στάλω Λαζάρου, Αργυρώ Ξενοφώντος, Τόνια Ιωακείμ